ΠΡΟΦΙΛ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ  | ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ |  ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ISO |  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ  |  LINKS |  ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

 
 
Βιβλιοθήκη
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
ΔΟΧΕΙΩΝ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΤΑΣΒΕΣΤΙΚΗΣ
ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΩΝ
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΠΥΡΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΤΙΡΙΩΝ
ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΒΕΣΗΣ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ

 

ΕΚΡΗΞΕΙΣ

2.1 Βασικές έννοιες - Είδη εκρήξεων

Έκρηξη είναι το φαινόμενο της βίαιης εκτόνωσης αερίων, ως αποτέλεσμα ξαφνικής απελευθέρωσης εσωτερικής ενέργειας από μία ουσία ή ένα μηχανισμό, που οδηγεί στην ανάπτυξη πολύ υψηλών πιέσεων. Οι εκρήξεις ταξινομούνται στις ακόλουθες κατηγορίες:

• Χημικές εκρήξεις

• Φυσικές εκρήξεις

• Μηχανικές εκρήξεις

• Ηλεκτρικές εκρήξεις

• Πυρηνικές εκρήξεις

2.1.1 Χημικές εκρήξεις

2.1.1.1 Γενικά

Οι χημικές εκρήξεις έχουν σχέση με τη βίαιη αποσύνθεση μιας ασταθούς ένωσης ή ταχύτατης αντίδρασης μίγματος ενώσεων, που ονομάζεται εκρηκτική ύλη ή απλά εκρηκτικό. Η φυσική κατάσταση μιας εκρηκτικής ύλης ενός συστατικού ή ενός εκρηκτικού μίγματος μπορεί να είναι αέρια, υγρή ή στερεή. Έτσι, εκρηκτικό μίγμα είναι δυνατό να αποτελέσει η διασπορά στον αέρα ενός αερίου (π.χ. υγραέριο), υγρού (π.χ. νέφος σταγονιδίων βενζίνης) ή στερεού (π.χ. σκόνη αλουμινίου) καυσίμου.

Η έκρηξη είναι μια διαδικασία με την οποία η εκρηκτική ύλη οδηγείται σε χημική αντίδραση μέσα σε ένα ειδικό τύπο κρουστικού κύματος που λέγεται εκρηκτικό κύμα. Για να καταλάβουμε τη μορφή και τις επιδράσεις αυτού του κύματος στην ύλη, πρέπει πρώτα να θυμηθούμε τα απλά κύματα συμπίεσης μικρής έντασης. Τέτοια κύματα είναι τα ηχητικά κύματα στον αέρα ή άλλο μέσο. Ο ήχος διαδίδεται με ταχύτητα που ορίζεται από τη σχέση: = ∂p / ∂p| S

όπου c είναι η ταχύτητα του ηχητικού κύματος, ρ η πίεση, ρ η πυκνότητα και S είναι η εντροπία. Ως συμπέρασμα προκύπτει ότι από ποσοτική άποψη η ταχύτητα του ήχου αυξάνεται, όσο η συμπιεστότητα του μέσου διάδοσης μειώνεται.

Στην περίπτωση των ηχητικών κυμάτων μικρής έντασης, η πίεση και η πυκνότητα του μέσου παραμένουν ουσιαστικά σταθερές σε όλη τη διαδικασία. Έτσι, όλα τα μέρη του ηχητικού κύματος διαδίδονται με την ίδια ταχύτητα, με αποτέλεσμα το ημιτονοειδές κύμα να διατηρεί τη μορφή του κατά τη διάδοση του.

Αντιθέτως, στα κρουστικά κύματα (shock waves) δεν μπορεί πια να θεωρείται ότι η πίεση και η πυκνότητα παραμένουν σταθερές. Πράγματι, στην κορυφή ενός ισχυρού κρουστικού κύματος η πίεση μπορεί να είναι πολλές χιλιάδες ατμόσφαιρες και η πυκνότητα σημαντικά αυξημένη. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η ταχύτητα δεν είναι πια αυτή του ηχητικού κύματος. Πρακτικά, όσο η πίεση ή η πυκνότητα αυξάνονται, η συμπιεστότητα μειώνεται, έτσι που η ταχύτητα διάδοσης της διαταραχής αυξάνεται. Εάν θεωρήσουμε ένα ημιτονοειδές ημι-κύμα μεγάλης έντασης που δημιουργείται σε ένα μέσο, τότε η ταχύτητα διάδοσης της κορυφής του κύματος, όπου το υλικό έχει υψηλή πυκνότητα, είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του μετώπου του κύματος, όπου το υλικό βρίσκεται σχεδόν στην αρχική του κατάσταση. Έτσι, η κορυφή προλαβαίνει το μέτωπο και το σχήμα του κύματος αλλάζει (Σχ. 2.1), μέχρι που τελικά η μορφή του κύματος γίνεται ένα ξαφνικό και ασυνεχές πήδημα σε υψηλή πίεση που ακολουθείται από βαθμιαία πτώση.

Σχήμα 2.1: Ανάπτυξη ενός κρουστικού κύματος.

Αυτή είναι η χαρακτηριστική και αναπόφευκτη μορφή ενός κρουστικού κύματος σε ένα αδρανές μέσο. Όσο η διάδοση συνεχίζεται, οι απώλειες μειώνουν βαθμιαία την πίεση κορυφής μέχρι που τελικά το κρουστικά κύμα να καταλήξει σε ένα συνηθισμένο ηχητικό κύμα. Όταν όμως αυτό το κρουστικό κύμα διαδίδεται μέσα σε μια εκρηκτική ύλη, υποστηρίζεται και ενισχύεται από τη χημική αντίδράση σε ταχύτητες που φθάνουν τα 9 km/s, ανάλογα με τη χημική και φυσική κατάσταση της εκρηκτικής ύλης.

Μετά τα παραπάνω μπορούμε τώρα να ορίσουμε την έκρηξη ως τη διαδικασία διάδοσης ενός κρουστικού κύματος μέσα σε ένα υλικό, που συνοδεύεται από μια χημική αντίδραση η οποία προσφέρει ενέργεια για τη συνέχιση της διάδοσης του κρουστικού κύματος με σταθερό ρυθμό. Αυτός ο τύπος έκρηξης με την υπερηχητική ταχύτητα διάδοσης του κρουστικού κύματος (και του μετώπου αντίδρασης) ονομάζεται κατάρρηξη (detonation), σε αντίθεση με την έκρηξη υποηχητικής διάδοσης του μετώπου αντίδρασης που ονομάζεται κατάκανση (deflagration) και χαρακτηρίζει τα προωθητικά υλικά και τα αέρια μίγματα χωρίς περιορισμό. Τα δύο αυτά φαινόμενα μαζί χαρακτηρίζονται ως εκρήξεις (explosions). Ενδεικτικά, οι υπερπιέσεις που αναπτύσσονται σε κατακαύσεις αερίων σε κλειστούς χώρους είναι περί τις 8 φορές μεγαλύτερες της αρχικής και για καταρρήξεις περί τις 20 φορές μεγαλύτερες.

Σχήμα 2.2: Τυπική μορφή κύματος στη περίπτωση κατάρρηξης (Α) και κατάκαυ-σης(Β).

Συνεπώς το κρουστικό κύμα από την έκρηξη μιας εκρηκτικής ύλης διαδίδεται στον αέρα με υπερηχητική ταχύτητα και χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά απότομη αύξηση της πίεσης κατά τη διέλευση του από ένα σημείο (Σχ. 2.2.Α). Αντιθέτως, το κύμα που προκύπτει από την κατάκαυση μιας πυρίτιδας ή ενός αέριου οξειδα-ναγωγικού μίγματος χωρίς περιορισμό διαδίδεται με ταχύτητα μικρότερη του ήχου, ονομάζεται κύμα πίεσης ή υπερπίίσης (pressure wave) και χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη διάρκεια θετικής φάσης (Σχ. 2.2 Β).

2.1.1.2 Κατάταξη και συμπεριφορά εκρηκτικών

Τα χημικά εκρηκτικά διακρίνονται σε ισχυρά εκρηκτικά, τα οποία χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλους ρυθμούς αντιδράσεων και υψηλές πιέσεις και σε ασθενή ή προωθητικά, που αποσυντίθενται σχετικά πιο αργά με το χαρακτηριστικό τύπο επιφανειακής καύσης που ονομάζεται κατάκαυση και αναπτύσσουν πολύ χαμηλότερες πιέσεις. Η κατάκαυση είναι ένας χαρακτηριστικός τύπος αντίδρασης (οξει-δαναγωγής) που συντηρείται με το σχηματισμό μιας επιφανειακής ζώνης αντίδρασης, η οποία καταναλώνει το υλικό χωρίς την προσφορά οξυγόνου από τον αέρα.

Τα ισχυρά εκρηκτικά υποδιαιρούνται συνήθως σε πρωτογενή και δευτερογενή εκρηκτικά. Τα πρωτογενή ισχυρά εκρηκτικά εκρήγνυνται σχεδόν πάντοτε με υποηχητικά εναυσματικά μέσα, όπως σπινθήρας, φλόγα, κρούση και άλλες πρωτογενείς πηγές θερμότητας επαρκούς έντασης. Τα δευτερογενή εκρηκτικά απαιτούν, τουλάχιστον σε πρακτικές εφαρμογές, τη χρησιμοποίηση ενός πυροκροτητή και συχνά ενός ενισχυτή για την ασφαλή έκρηξη τους. Το Σχ. 2.3. δείχνει την ανάπτυξη της έκρηξης ενός πρωτογενούς εκρηκτικού που διεγείρεται με σπινθήρα, φλόγα ή καυτό σύρμα.

Η αντίδραση αρχίζει ως αργή καύση, αλλά γρήγορα επιταχύνεται, περνάει το στάδιο της κατάκαυσης και τελικά μεταπίπτει σε κατάρρηξη, ιδιαίτερα στα αέρια εκρηκτικά, με διαδοχικές αυξομειώσεις. Σε μερικές περιπτώσεις αυτή η πολύπλοκη διαδικασία μπορεί να απαιτήσει μόνο λίγες εκατοντάδες χιλιοστοδευτερόλε-πτα. Σε άλλες περιπτώσεις οι προκαταρκτικές αντιδράσεις μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο.

Άσχετα με την περίοδο μετάπτωσης όμως, η διαδοχή των γεγονότων είναι προφανώς η ίδια σε όλες τις διαδικασίες εκρήξεων. Συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, όταν εκρήγνυται ένα δευτερογενές εκρηκτικό χωρίς πυροκροτητή, ο ρυθμός ανάπτυξης της εκρηκτικής αντίδρασης και η μετάπτωση προς κατάρρηξη είναι πολύ βραδύτερος και μπορεί να μεσολαβήσουν μερικές ώρες από την ανάφλεξη μέχρι την κατάρρηξη (π.χ. οι εκρήξεις νιτρικού αμμωνίου στο Texas City, Brest και Μαύρη θάλασσα το 1947). Αυτό δείχνει ότι πιθανώς όλα τα δευτερογενή εκρηκτικά μπορούν σε σημαντικά μεγάλες ποσότητες να καταλήξουν τελικά από τη φάση της ανάφλεξης στην κατάρρηξη.

Τα ασθενή εκρηκτικά, διεγείρονται με φλόγα, σπινθήρα ή όμοια πρωτογενή μέσα. Η κύρια διαφορά μεταξύ αυτών και των πρωτογενών εκρηκτικών είναι ότι δεν υφίστανται συνήθως τη μετάπτωση από κατάκαυση σε κατάρρηξη με συνθήκες συνήθους εφαρμογής. Πολλά προωθητικά όμως, μπορούν να εκραγούν με κατάλληλα μέσα και μερικά απ' αυτά μπορούν ακόμη να εκραγούν όπως τα πρωτογενή εκρηκτικά, δηλαδή με μετάπτωση από κατάκαυση σε κατάρρηξη.

Πέρα από την επίδραση της διέγερσης στο είδος και το ρυθμό της αντίδρασης, ένας άλλος σπουδαίος παράγοντας είναι η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης που αντιδρά. Έχει βρεθεί ότι, εάν η ποσότητα ενός εκρηκτικού είναι μικρή, η θερμική διέγερση οδηγεί συνήθως σε κατάκαυση. Όταν όμως, η μάζα ξεπερνά μια ορισμένη κρίσιμη ποσότητα, είναι πιθανό να γίνει τόσο γρήγορα η κατάκαυση που να προκαλέσει τη δημιουργία ενός κρουστικού κύματος και να επακολουθήσει κατάρρηξη. Αυτή η κρίσιμη μάζα είναι χαρακτηριστική για κάθε εκρηκτική ύλη. Για τον υδραζωτικό μόλυβδο η κρίσιμη μάζα είναι πολύ μικρή για να μετρηθεί, ενώ για το τρινιτροτολουόλιο (ΤΝΤ) είναι περίπου ένας τόνος, για το χλωρικό κάλιο 25 τόνοι και για το νιτρικό αμμώνιο (ΑΝ) 500 τόνοι. Από την άλλη πάλι, μικρά φορτία ΤΝΤ μπορούν να εκραγούν με διέγερση μιας υψηλής στάθμης έκρηξης με πυροκροτητή που να περιέχει ένα πρωτογενές εκρηκτικό, όπως ο υδραζω-τικός μόλυβδος. Η σπουδαία ικανότητα τέτοιων πρωτογενών εκρηκτικών, όπως του υδραζωτικού μόλυβδου και του βροντώδους υδραργύρου, να εκρήγνυνται σε μικρές ποσότητες με θερμική διέγερση τα κάνει ιδιαίτερα χρήσιμα για διέγερση εκρήξεων στα εκρηκτικά εκείνα που πρέπει να είναι αρκετά αδρανή, ώστε να είναι δυνατό να χειρίζονται με ασφάλεια σε μεγάλες ποσότητες.

Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τη μετάπτωση από κατάκαυση σε κατάρρηξη είναι η κρίσιμη διάμετρος, ο βαθμός περιορισμού και η κρίσιμη πυκνότητα.

Η κρίσιμη διάμετρος (ή το κρίσιμο πάχος για επίπεδες γομώσεις) είναι η ελάχιστη διάμετρος μιας εκρηκτικής γόμωσης στην οποία αυτοσυντηρείται μία έκρηξη. Αυτό συμβαίνει, επειδή η διάμετρος ή το πάχος, καθορίζει τις ενεργειακές απώλειες από την επιφάνεια. Εάν είναι αρκετά μεγάλη, οι ενεργειακές απώλειες ανά μονάδα επιφάνειας είναι μικρές και ο ρυθμός της συσσώρευσης ενέργειας οδηγεί προς μία πολύ γρήγορη αντίδραση - έκρηξη, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει αρκετό υλικό (συσχέτιση με κρίσιμη μάζα) μέχρι το σημείο αυτό. Ο χρόνος που απαιτείται για τη μετάπτωση είναι της τάξης λίγων milliseconds για τα πρωτογενή εκρηκτικά, δεν μπορεί όμως να προβλεφθεί στα δευτερογενή εκρηκτικά και στα ρηκτικά μέσα (βλ. παρακάτω). Είναι φανερό ότι με μια τόσο ασθενή έναυση, όπως είναι η φλόγα, η μετάπτωση θα λάβει χώρα μόνο σε διαμέτρους πολύ μεγαλύτερες από την κρίσιμη. Η δυναμίτιδα για παράδειγμα, μπορεί να καίγεται με ασφάλεια σε πάχη μικρότερα από μία ίντσα, ενώ φορτία νιτρικού αμμωνίου (σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από τη κρίσιμη μάζα και πάχη πολύ μεγαλύτερα από το κρίσιμο πάχος) έχει συμβεί να καίγονται για αρκετές ώρες πριν από την έκρηξη σε μερικά ατυχήματα.

Ο περιορισμός (confinement) μειώνει δραστικά την κρίσιμη μάζα και την κρίσιμη διάμετρο με παρεμπόδιση των πλευρικών ενεργειακών απωλειών. Προφανώς, όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός περιορισμού, τόσο ταχύτερη θα είναι η διαδικασία μέχρι την κατάρρηξη. Μέσα περιορισμού μπορεί να είναι τα ξύλινα ή μεταλλικά κιβώτια ενός φορτίου εκρηκτικών, οι τοίχοι μιας αποθήκης ή τα τοιχώματα ενός αντιδραστήρα.

Κρίσιμη πυκνότητα είναι η μέγιστη πυκνότητα ενός εκρηκτικού, στην οποία μπορεί να αυτοσυντηρηθεί μία έκρηξη. Έτσι, μία εκρηκτική γόμωση με πυκνότητα μεγαλύτερη από την κρίσιμη δεν θα εκραγεί ποτέ μετά την ανάφλεξη, αλλά θα καταναλωθεί καιόμενη.

Στην κατηγορία των δευτερογενών εκρηκτικών κατατάσσεται και ένας νέος τύπος ισχυρών εκρηκτικών, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και που χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτα μειωμένη ευαισθησία σε όλα τα είδη διέγερσης εκτός από το κρουστικό κύμα. Αυτά τα εκρηκτικά είναι γνωστά ως ρηκτικά μέσα και η επινόηση τους προήλθε από μερικές καταστροφικές εκρήξεις υλικών που μέχρι τότε θεωρούνταν ως μη εκρηκτικά υλικά, (εκρήξεις νιτρικού αμμωνίου). Τα ρηκτικά μέσα υποδιαιρούνται περαιτέρω σε ξηρά (π.χ. ANFO) και υγρά ή πολτώδη (slurries) ρηκτικά μέσα με περιεκτικότητα σε νερά 10 - 20%.

Η κατάταξη των εκρηκτικών κατά κατηγορία φαίνεται στον Πιν. 2.1, τα κυριότερα εκρηκτικά και τα συστατικά τους στον Πιν. 2.2 και τα συγκριτικά χαρακτηριστικά καύσης, κατάκαυσης και κατάρρηξης στον Πιν. 2.3.

Πίνακας 2.2: Κυριότερα εκρηκτικά και συστατικά που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανίες εκρηκτικών

Στρατιωτικά                                             Βιομηχανικά
Πρωτογενή ισχυρά εκρηκτικά
Βροντώδης υδράργυρος Βροντώδης υδράργυρος
Υδραζωτικός μόλυβδος Υδραζωτικός μόλυβδος
Διαζωδινιτροφαινόλη Διαζωδινιτροφαινόλη
Στυφνικός μόλυβδος Στυφνικός μόλυβδος
Νιτρομαννίτης Νιτρομαννίτης

Δευτερογενή ισχυρά εκρηκτικά

ΤΝΤ (Τρινιτριτολουόλιο) NG (Νιτρογλυκερίνη)
Τετρύλη (Τρινιτροφαινυλ-μεθυλ-νιτραμίνη ) ΑΝ
RDX (Κυκλο-τριμεθυλένο-τρινιτραμίνη) ΤΝΤ
ΡΕΤΝ (Tετραvιτρικος πενταερυθρίτης) DNT
Πικρικό αμμώνιο Νιτροάμυλο
Πικρικό οξύ ΡΕΤΝ
ΑΝ (Νιτρικό αμμώνιο) Τετρύλη
DNT (Δινιτροτολουόλιο)
EDNA (Δινιτρικήαιθυλενοδιαμίνη)

Ασθενή Εκρηκτικά

NC (Νιτροκυτταρίνη) NC
NG NG
DNT DNT
ΑΡ (Υπερχλωρικό αμμώνιο)
ΡΡ (Υπερχλωρικό κάλιο)

Μη εκρηκτικά συστατικά

Αλουμίνιο Νιτρικά άλατα μετάλλων
Κηροί Μέταλλα (αλουμίνιο, οΐδηροπυρίτιο)
Διφαινυλαμίνη Ξυλάλευρο και άλλα καύσιμα
Νιτρικά άλατα μετάλλων Παραφίνη και άλλοι υδρογονάνθρακες
Μονονιτρολουόλιο Γη διατομών, διφαινυλαμίνη, κηροί, θείο, άνθρακας

Πίνακας 2.3: Συγκριτικά χαρακτηριστικά καύσης, κατάκαυσης και καιάρρηξης

Χαρακτηριστικά Καύση Κατάκαυση Κατάρρηξη
Τυπικό υλικό άνθρακας-αέρας προωθητικό εκρηκτικό
Γραμμικός ρυθμός αντίδρασης (m/s) 10-6 10-5 -10-2 10-3  -10-4         
Τύπος αντιδράσεων οξειδαναγωγή οξειδαναγωγή οξειδαναγωγή
Χρόνος πλήρους αντίδρασης (s) 10-4 10-3 10-6
Παράγοντας ελέγχου ρυθμού αντίδρασης μεταφορά θερμότητας μεταφορά θερμότητας διάδοση κρουστικού κύματος
Έκλυση ενεργείας

(J/g)

ΙΟ4 ΙΟ3 ΙΟ3
Ειδική ισχύς (w/cm2) 10 ΙΟ3 ΙΟ9 1  
Συνηθέστερος τρόπος έναυσης θερμότητα θερμά σωματίδια και αέρια υψηλή θερμοκρασία -κρουστικά κύματα
Αναπτυσσόμενες πιέσεις (ΜΡα) 0,1-1 1-103 104 - 105
Χρήσεις πηγή θερμότητας ελεγχόμενη πίεση αερίων, πυροβόλα και πύραυλοι θραύσεις, εξορύξεις, πυρομαχικά, έργα πολιτικού μηχανικού

1 Συγκρίνατε αυτή την τιμή με τη συνολική ηλεκτροπαραγωγική δυναμικότητα των ΗΠΑ: 30x 109 W

2.1.1.3 Εκρηκτικές παράμετροι και καταστροφικά αποτελέσματα

Όπως φαίνεται από τις τιμές της ειδικής ισχύος και του γραμμικού ρυθμού αντίδρασης, σε σχέση με τις τιμές της εκλυόμενης ενέργειας του Πιν. 2.3 τα καταστροφικά αποτελέσματα μιας χημικής έκρηξης καθορίζονται κυρία από το ρυθμό έκλυσης των αερίων προϊόντων και λιγότερο από τη χημική ενέργεια που εκλύεται. Έτσι για παράδειγμα, 1 kg πετρέλαιο εκλύει κατά την καύση του 10.600 kcal, ενώ 1 kg νιτρογλυκερίνη μόνο 1.600 kcal κατά την έκρηξη της, αλλά τα καταστροφικά αποτελέσματα της τελευταίας είναι βεβαίως σημαντικά μεγαλύτερα.

Το φαινόμενο της θρυμματοποίησης που επιτυγχάνεται με τη χρήση ενός εκρηκτικού σε άμεση γειτνίαση με αυτό ονομάζεται θραυστικότητα και εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα της πίεσης έκρηξης. Η πίεση έκρηξης είναι κατά προσέγγιση ανάλογη  με την αρχική πυκνότητα ενός εκρηκτικού και το τετράγωνο της ταχύτητας έκρηξης. Η ταχύτητα έκρηξης εξάλλου αυξάνεται γενικά με την αρχική πυκνότητα τον εκρηκτικού, τη διάμετρο (ή το πάχος του) και το βαθμό περιορισμού. Ο ρόλος της αρχικής πυκνότητας ενός εκρηκτικού είναι λοιπόν καθοριστικός, όσον αφορά τα καταστροφικά αποτελέσματα μιας έκρηξης και εξηγεί τις διαφορές που εμφανίζονται κατά τις εκρήξεις συμπυκνωμένων εκρηκτικών και εκρήξεων αερίων (ή σκόνης), δεδομένου ότι οι πυκνότητες τους διαφέρουν κατά τρεις τάξεις μεγέθους, περίπου.

Η επίδραση του ισοζυγίου οξυγόνου είναι σημαντική σε όλες τις εκρηκτικές παραμέτρους. Το ισοζύγιο οξυγόνου έχει σχέση με την αναλογία καυσίμων / οξειδωτικών στο εκρηκτικό. Με τον όρο μηδενικό ισοζύγιο οξυγόνου (zero oxygen balance) νοείται η πλήρης καύση των καυσίμων χωρίς έλλειμμα ή περίσσεια οξυγόνου. Στο σημείο αυτό οι εκρηκτικές παράμετροι, όπως είναι η πίεση, η ταχύτητα και η θερμότητα έκρηξης, παίρνουν συνήθως τις μέγιστες τιμές τους. Η μέγιστη ευαισθησία (sensitivity), επίσης, ενός εκρηκτικού βρίσκεται πάνω ή κοντά στο μηδενικό ισοζύγιο οξυγόνου συνήθως.

Σε εκρήξεις αερίων ή σκόνης, όπου το οξειδωτικό είναι το οξυγόνο του αέρα, στις περισσότερες περιπτώσεις τα όρια αναφλεξιμότητας βρίσκονται εκατέρωθεν του μηδενικού ισοζυγίου οξυγόνου. Είναι φανερό ότι θα λάβει χώρα έκρηξη μόνο σε ομοιογενή συστήματα και εφόσον το καύσιμο βρίσκεται μέσα στα όρια αναφλεξιμότητας. Σε ετερογενή συστήματα ή στα όρια ενός νέφους αερίου (plume) τα πιθανά συμβάντα είναι φωτιά, κατάκαυση ή δημιουργία πυρόσφαιρας (βλ. παρακάτω).

2.1.2 Φυσικές εκρήξεις

Οι φυσικές εκρήξεις είναι το αποτέλεσμα του ταχύτατου σχηματισμού μεγάλων ποσοτήτων ατμού, που προκαλείται από την επαφή νερού ή άλλου υγρού με μια πολύ θερμή επιφάνεια, όπως λιωμένο μέταλλο, λάβα ή καυτό λάδι.

Η ισχυρότερη φυσική έκρηξη στους ιστορικούς χρόνους είναι αυτή του ηφαιστείου Κρακατόα στα 1883 (πιθανώς 1000 φορές πιο ισχυρή από τη μεγαλύτερη υδρογονική βόμβα). Προκλήθηκε από την ξαφνική εξάτμιση ενός περίπου κυβικού μιλίου νερού, όταν εξερράγη το ηφαίστειο και έχυσε μια μεγάλη ποσότητα λειωμένης λάβας στον ωκεανό. Αυτή η τρομερή έκρηξη λέγεται ότι ακούστηκε σε απόσταση 5.000 χιλιομέτρων. Τα κρουστικά κύματα στον αέρα και το νερό (tsunami) έκαναν το γύρο της γης τουλάχιστον 4 φορές. Παρόλο που δεν υπήρχαν μεγάλες πόλεις κοντά στο ηφαίστειο 36.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, οι περισσότεροι από τα παλιρροϊκά κύματα. Μια όμοια, πιθανώς 4 φορές ισχυρότερη έκρηξη, κατέστρεψε τον αρχαίο Μινωικό και Κρητικό πολιτισμό γύρω στα 1570 π.Χ. Αυτή η έκρηξη, όμως, έχει καταγραφεί μόνο στα πετρώματα. Υπολογίζεται ότι εξαφάνισε 32 τετραγωνικά μίλια εδάφους, σε σύγκριση με τα περίπου 8 τετραγωνικά μίλια στην περίπτωση του Κρακατόα.

Φυσικές εκρήξεις συμβαίνουν στα διυλιστήρια και σε χημικές εγκαταστάσεις, ιδιαίτερα κατά το ξεκίνημα των αποστακτικών στηλών που λειτουργούν υπό κενό, όταν έρχονται σε επαφή θύλακες νερού με καυτά υγρά. Η ζημιά στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να περιορισθεί στην καταστροφή μερικών αποστακτικών δίσκων μέσα στη στήλη.

Είναι ακόμη πιθανό να αρχίσει μια φυσική έκρηξη στη διεπιφάνεια μεταξύ νερού και ενός ελαφρού υδρογονάνθρακα, εφόσον το μίγμα στη διεπιφάνεια μπορεί να βράζει σε χαμηλότερη θερμοκρασία από τη θερμοκρασία βρασμού του ενός ή και των δύο υγρών. Η πιο συνηθισμένη περίπτωση φυσικής έκρηξης είναι αυτή της ρίψης νερού σε χύτρες με λάδι που βράζει.

Μία άλλη ιδιόμορφη περίπτωση φυσικής έκρηξης εμφανίζεται κατά τις πυρκαγιές δεξαμενών πετρελαίου. Σε τέτοιες δεξαμενές αποβάλλεται συχνά νερό από τη μάζα του πετρελαίου, λόγω των θερμοκρασιακών διαφορών που συμβαίνουν στη διάρκεια μιας ημέρας, το οποίο συγκεντρώνεται στον πυθμένα της δεξαμενής. Σε μια πυρκαγιά η θερμότητα που εκλύεται από την επιφάνεια του πετρελαίου που καίγεται θερμαίνει βαθμιαία και την υπόλοιπη μάζα του πετρελαίου σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από 100 °C. Εμφανίζεται, έτσι, ένα μέτωπο θερμοκρασίας 100°C που οδεύει από την επιφάνεια του πετρελαίου προς τον πυθμένα. 'Οταν αυτό το μέτωπο συναντήσει το νερό στον πυθμένα της δεξαμενής, συμβαίνει απότομη ατμοποίησή του (αναβρασμός), που εκτινάσσει το υπόλοιπο πετρέλαιο σε μεγάλη απόσταση και μάλιστα φλεγόμενο (φαινόμενο Boil-Over).

2.1.3 Μηχανικές εκρήξεις

Οι μηχανικές εκρήξεις είναι το αποτέλεσμα της διάρρηξης ενός κλειστού δοχείου υπό πίεση, όπως είναι οι λέβητες, τα πιεστικά δοχεία και οι αεροθάλαμοι. Οι εκρήξεις λεβήτων ήταν αρκετά συχνοί στα μέσα του 19ου αιώνα και οδήγησαν στη θεσμοθέτηση αρκετών κωδίκων πρακτικής, όσον αφορά το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη χρήση και τον έλεγχο των ατμολεβητών. Γενικά, για να συμβεί μία μηχανική έκρηξη απαιτείται μια απότομη αύξηση της πίεσης στο εσωτερικά ενός πιεστικού δοχείου. Εάν το πιεστικό δοχείο περιέχει ένα υγρό καύσιμο σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από το σημείο βρασμού του σε 1 atm, είναι πιθανό να συμβούν οι ακόλουθοι διαδοχικοί τύποι εκρήξεων:

• Μία φυσική έκρηξη στο εσωτερικό του δοχείου (π.χ. λόγω της παρουσίας νερού).

• Μία μηχανική έκρηξη (θραύση του δοχείου), λόγω της προηγούμενης αύξησης της πίεσης.

• Μία έκρηξη αερίων με τη διαφυγή ατμού ή σταγονιδίων στον αέρα και τη συνάντηση μιας θερμικής πηγής διέγερσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μηχανικής έκρηξης αποτελεί το φαινόμενο που αποδίδεται με το νεολογισμό Μπλέβη (BLEVE). Ο όρος BLEVE αποτελεί αρκτικόλεξο της φράσης Boiling Liquid Expanding Vapor Explosion (Έκρηξη Εκτονούμενου Ατμού Ζέοντος Υγρού) και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη φυσική έκρηξη ενός δοχείου λόγω απότομης εκτόνωσης του υγρού περιεχομένου του υπό μορφή ατμών σε υπέρθερμη κατάσταση. Το αποτέλεσμα είναι η βίαιη ατμοποίηση του υγρού και η δημιουργία κρουστικού κύματος μέσα στη μάζα του υγρού. Στη συνέχεια και εφόσον το υγρό είναι καύσιμο, το φαινόμενο μπορεί να εξελιχθεί στη δημιουργία πυρόσφαιρας. Τέτοια περιστατικά εμφανίζονται συνήθως σε ατμολέβητες μεγάλης πίεσης και σε δεξαμενές αποθήκευσης υγροποιημένων καυσίμων υπό πίεση.

Ένα δοχείο μπορεί να αστοχήσει και να διαρραγεί για διάφορους λόγους: λόγω κατασκευαστικών ατελειών, λόγω ανύψωσης της εσωτερικής πίεσης, λόγω εξωτερικής μηχανικής καταπόνησης, λόγω πρόσκρουσης θραύσματος από γειτονική έκρηξη ή άλλη προέλευση ή λόγω διάβρωσης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το δοχείο διαρρηγνύεται απελευθερώνοντας το περιεχόμενο του σε μικρό χρόνο.

'Όταν ένα δοχείο έρχεται σε άμεση επαφή ή δέχεται θερμική ακτινοβολία από φλόγες, το μέταλλο από το οποίο είναι κατασκευασμένο υπερθερμαίνεται και χάνει τη μηχανική του αντοχή. Η θερμότητα που δέχεται το τμήμα του κελύφους που έρχεται σε επαφή με την υγρή φάση του περιεχομένου, μεταφέρεται στο υγρό το οποίο έχει τη δυνατότητα να την απορροφήσει με τη λανθάνουσα θερμότητα βρασμού, και έτσι το συγκεκριμένο τμήμα του τοιχώματος διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του στο σημείο βρασμού του υγρού στη συγκεκριμένη πίεση. Η θερμο-χωρητικότητα όμως του υπερκείμενου ατμού είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτή του υγρού, ενώ ο ίδιος αποτελεί ένα κακό μέσο μεταφοράς θερμότητας. Κατά συνέπεια, στο τμήμα του μεταλλικού κελύφους που είναι σε επαφή με την ατμώδη φάση του περιεχομένου, η προσπίπτουσα θερμική ακτινοβολία αυξάνει την τοπική θερμοκρασία του τοιχώματος προκαλώντας την εξασθένιση του. Με αυτές τις συνθήκες οι βαλβίδες ασφάλειας (ανακουφιστικές) που υπάρχουν σε δεξαμενές υγροποιημένων αερίων και ατμολέβητες δεν προλαβαίνουν να ενεργοποιηθούν και συνεπώς δεν μπορούν να αποτρέψουν μια μπλέβη  Τα προληπτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την αποφυγή υπερθέρμανσης σφαιρικών δεξαμενών που διατηρούν αέρια υπό πίεση, σε περίπτωση πυρκαγιάς υγρών καυσίμων, παρουσιάζονται στο Σχ. 2.5.

Σχήμα 2.5: Μέθοδοι προστασίας μιας σφαιρικής δεξαμενής αποθήκευσης υγροποιημένου υπό πίεση αερίου από εξωτερική πυρκαγιά υγρού καυσίμου.

2.1.3.1 Μηχανισμός Μπλέβης

'Όταν σε ένα υγρό μεταφέρεται θερμότητα, η θερμοκρασία του αυξάνεται. 'Οταν η θερμοκρασία φτάσει το σημείο βρασμού, το υγρό αρχίζει να σχηματίζει φυσαλίδες ατμού στις ενεργές θέσεις. Αυτές δεν είναι άλλες από τη διεπιφάνεια μεταξύ υγρού και στερεού τοιχώματος στη περίπτωση θερμαινόμενων δοχείων.

Ο βρασμός σε έναν όγκο υγρού ξεκινάει από μικροσκοπικούς πυρήνες, όπως ακαθαρσίες, κρύσταλλοι ή ιόντα. 'Όταν στον υγρό όγκο υπάρχει έλλειψη τέτοιων πυρήνων βρασμού, η θερμοκρασία μπορεί να αυξηθεί πάνω από το σημείο βρασμού χωρίς να συμβεί βρασμός. Τότε, το υγρό βρίσκεται σε κατάσταση υπερθέρ μανσης. Ωστόσο, υπάρχει ένα θερμοκρασιακό όριο για συγκεκριμένη πίεση, πάνω από το οποίο ένα υγρό δεν μπορεί να παραμένει πλέον υπέρθερμο και που όταν επιτευχθεί σχηματίζονται αυθόρμητα μικροσκοπικές φυσαλίδες μέσα στο υγρό απουσία σημείων πυρήνωσης. Το όριο αυτό ονομάζεται μεγίστη ή οριακή θερμοκρασία υπερθέρμανσης (maximum superheat temperature ή superheat limit  temperature, Tsl). Σε σταθερή πίεση, το όριο αυτό είναι η υψηλότερη θερμοκρασία, κάτω από το κρίσιμο σημείο, στην οποία το υγρό μπορεί να διατηρηθεί χωρίς να υποστεί αλλαγή φάσης. Σε σταθερή θερμοκρασία, το όριο αυτό είναι κατά αντιστοιχία η χαμηλότερη πίεση.

Στην οριακή θερμοκρασία υπερθέρμανσης δημιουργούνται αυθόρμητα μικροσκοπικές φυσαλίδες ατμού στο καθαρό υγρό, χωρίς την ύπαρξη όμως συγκεκριμένων πυρήνων βρασμού. Αυτό αποδίδεται σε τυχαίες διακυμάνσεις της μοριακής πυκνότητας στην υγρή φάση, οι οποίες αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της εμφάνισης κενών περιοχών με διαστάσεις τέτοιες, ώστε να δρουν ως φυσαλίδες. Η μετάβαση από τη μια φάση στην άλλη γίνεται, όταν μια φυσαλίδα προερχόμενη από αυτές τις μοριακές διεργασίες αυξηθεί σε μέγεθος τέτοιο, ώστε να βρίσκεται σε ασταθή ισορροπία με το περιβάλλον υγρό (κρίσιμο μέγεθος πυρήνα).

Ο ρυθμός πυρήνωσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη θερμοκρασία, εξαιτίας της μεταβολής των φυσικών ιδιοτήτων (επιφανειακή τάση, τάση ατμών, πυκνότητα) με τη θερμοκρασία. Αυτή η έντονη εκθετική εξάρτηση εξηγεί την ύπαρξη μιας ανώτατης θερμοκρασίας, πάνω από την οποία ο ρυθμός πυρήνωοης θα είναι πολύ μεγάλος, ενώ κάτω από αυτήν θα είναι αμελητέος. Το θερμοκρασιακό όριο της υπέρθερμης κατάστασης ορίζεται ως η μέση θερμοκρασία του στενού θερμοκρασιακού εύρους, όπου συμβαίνει αυτή η απότομη μεταβολή του ρυθμού πυρήνωσης.

Η μέγιστη θερμοκρασία υπέρθερμης κατάστασης ενός υλικού υπό συγκεκριμένη πίεση, μπορεί να προσδιοριστεί από διαγράμματα πίεσης - όγκου. Η υπέρθερμη υγρή κατάσταση για μια δεδομένη ισόθερμο, παριστάνεται στο Σχ. 2.6 με τη διακεκομμένη γραμμή ξεκινώντας από το σημείο (Vp Pj). Ωστόσο, η υπέρθερμη κατάσταση μπορεί να προκύψει μόνο από εκείνα τα ζεύγη τιμών Ρ και V, για τα οποία η παράγωγος dP/dV σε σταθερή θερμοκρασία μηδενίζεται. Ακολουθώντας την ισόθερμο, παρατηρείται ότι σε μεγαλύτερους όγκους αντιστοιχούν μεγαλύτερες πιέσεις που είναι απαράδεκτο από φυσικής άποψης.

Το θερμοκρασιακό όριο της υπέρθερμης κατάστασης Τ1 συμβαίνει σε πίεση Ρ1. Ο τόπος των σημείων εκείνων που μηδενίζουν τη παράγωγο (dP/dV)Τ ονομάζεται καμπύλη σημείων κάμψης. Το θερμοκρασιακό όριο της υπέρθερμης κατάστασης μπορεί να υπολογιστεί θερμοδυναμικά, αν είναι γνωστή η καταστατική εξίσωση. Είναι γεγονός όμως, ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική συσχέτιση μεταξύ θερμοκρασίας, πίεσης και όγκου στην περιοχή του υπέρθερμου υγρού.

Η εφαρμογή διαφόρων καταστατικών εξισώσεων απέδωσαν ημιεμπειρικές συσχετίσεις της οριακής θερμοκρασίας υπερθέρμανσης σε ατμοσφαιρική πίεση (Tsl) και της κρίσιμης θερμοκρασίας (Tc) του ρευστού (δηλαδή, της θερμοκρασίας εκείνης, πάνω από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί). Οι συσχετίσεις που προκύπουν τελικά, είναι οι 2.2 και 2.3, για καταστατικές εξισώσεις Wan der Waals και Redlich-Kwong, αντιστοίχως:

Ο τόπος της οριακής θερμοκρασίας υπερθέρμανσης για το προπάνιο, καθώς και η καμπύλη της τάσης ατμών αυτού, φαίνονται στο διάγραμμα πίεσης - θερμοκρασίας του Σχ. 2.7. Όταν το υγρό θερμαίνεται, με την αύξηση της θερμοκρασίας από το Α στο Β, για παράδειγμα, μια απότομη πτώση της πίεσης στη 1 atm (Γ) θα καταστήσει το υγρό υπέρθερμο με θερμοκρασία κάτω της οριακής θερμοκρασίας υπερθέρμανσης. Σε αυτήν την περίπτωση, η εξάτμιση δεν θα δημιουργήσει κρουστικό κύμα. Αντίθετα, όταν το υγρό θερμανθεί σε μια υψηλότερη θερμοκρασία (Δ), η πτώση της πίεσης στην ατμοσφαιρική της τιμή, θα τμήσει την καμπύλη της οριακής θερμοκρασίας υπερθέρμανσης, και στο σημείο τομής (Ε) το σύστημα θα εκραγεί αναπτύσσοντας μπλέβη. Σε οποιαδήποτε θερμοδυναμική κατάσταση κάτω από το σημείο (Δ) της καμπύλης τάσης ατμών, απότομη πτώση της πίεσης σε ατμοσφαιρικά επίπεδα δεν θα οδηγήσει σε μπλέβη με ισχυρό κρουστικό κύμα γιατί, εφόσον δεν προσεγγίζεται το θερμοκρασιακό όριο της υπέρθερμης κατάστασης, η υγρή φάση δεν θα ατμοποιηθεί εκρηκτικά. Στον Πιν. 2.4 αναφέρονται οι κρίσιμες και οι οριακές υπέρθερμες ιδιότητες ορισμένων ενώσεων, καθώς και ο τεράστιος ρυθμός σχηματισμού πυρήνων βρασμού στην οριακή υπέρθερμη κατάσταση ενδεικτικά.

Σχήμα 2.7: Καμπύλη τάσης ατμών και τόπος ορίων υπερθέρμανσης για το προπάνιο.

Πίνακας 2.4: Ιδιότητες ορισμένων χημικών ενώσεων στην Κρίσιμη και στην Οριακή Υπέρθερμη κατάσταση.

Καύσιμο Κρίσιμες Ιδιότητες Οριακή ΥπέρθερμηΚατάσταση Κανονικό Σημείο Βρασμού

(K)

Ρυθμός Πυήνωσης Πυρήνες/(cm3 x s)
Θερμοκρασία

(°Κ)

Πίεση (bar) θερμοκρασία ("Κ) Πίεση

(bar)

Προπάνιο 370 43.6 326 18.3 231 ΙΟ4
κ-Βουτάνιο 426 36.5 377 16.6 272 ΙΟ5
Ισοβουτάνιο 407 37.5 361 15.5 261 -
1 ,3 Βουταδιένιο 425 37.6 377 18.5 269 ΙΟ5
Βινυλοχλωρίδιο 429 - 374 - 260 -
Αιθάνιο 305 49.0 269 21.7 184 ΙΟ5
κ-Πεντάνιο 469 33.4 421 15.4 309 ΙΟ18
κ-Εξάνιο 507 29.9 457 13.7 342 ΙΟ20
Νερό 647 218 553 64.1 373 ΙΟ21

Η μπλέβη μπορεί να προκαλέσει εκτεταμένες υλικές ζημιές, όχι μόνο λόγω του κρουστικού κύματος που αναπτύσσει, αλλά και των εκτοξευμένων θραυσμάτων του κελύφους, των οποίων η ορμή είναι τέτοια, ώστε μπορούν να διανύσουν ακόμη και εκατοντάδες μέτρα. Εάν το περιεχόμενο είναι εύφλεκτο, η μπλέβη συνοδεύεται από το σχηματισμό εύφλεκτου μίγματος ατμών και αέρα. Το μίγμα αυτό αναφλέγεται δημιουργώντας πυρόσφαιρα (fireball) σε περιπτώσεις μερικής ανάμιξης με τον αέρα ή (σπανιότερα) εκρήγνυται σε περιπτώσεις πλήρους ανάμιξης. Η πυρόσφαιρα, αν και διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα, είναι ικανή να προξενήσει υψηλού βαθμού εγκαύματα σε σημαντική απόσταση, αφού καταλαμβάνει μεγάλο όγκο και εκπέμπει πολύ μεγάλες ποσότητες θερμικής ακτινοβολίας.

2.1.4 Ηλεκτρικές εκρήξεις

Οι ηλεκτρικές εκρήξεις στη βιομηχανία προκύπτουν ως αποτέλεσμα αιφνίδιας μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα, ως αποτέλεσμα της καταστροφής ενός μονωτή. Οι πιο κοινές εκρήξεις αυτού του είδους συμβαίνουν σε χώρους ηλεκτρικών πινάκων, σε περιπτώσεις όπου γίνεται κάποια εργασία ενώ ορισμένα κυκλώματα είναι ανοικτά. Ο αέρας τότε παύει να λειτουργεί ως μονωτής, ιονίζεται και γίνεται αγώγιμος. Μία ηλεκτρική έκρηξη λοιπόν δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας πολύ μεγάλος σπινθήρας ή ένα σύνολο σπινθήρων, που στη φύση εμφανίζεται ως κεραυνός.

2.1.5 Πυρηνικές εκρήξεις

Η ενέργεια των πυρηνικών εκρήξεων προέρχεται από τη σχάση ή σύντηξη ατομικών πυρήνων. Μία πυρηνική σχάση προκύπτει όταν μία ποσότητα σχάσιμου υλικού (π.χ. Ουράνιο 235 ή Πλουτώνιο 239) οδηγείται ξαφνικά σε μία κρίσιμη συνθήκη, Η παραγωγή ενέργειας μπορεί να φθάσει το ισοδύναμο της έκρηξης 100.000 τόνων ΤΝΤ ή ακόμη περισσότερο.

Μία πυρηνική σύντηξη συμβαίνει, όταν ένα ελαφρό στοιχείο, όπως το Τρίτιο, θερμαίνεται σε τόσο υψηλή θερμοκρασία, ώστε ο ρυθμός έκλυσης θερμότητας από την πυρηνική σύντηξη να ξεπεράσει τις απώλειες θερμότητας. Η αρχικά υψηλή θερμοκρασία που απαιτείται μπορεί να επιτευχθεί με την έκρηξη μιας βόμβας σχάσης ραδιενεργού υλικού. Η παραγωγή ενέργειας μιας βόμβας σύντηξης μπορεί να φθάσει το ισοδύναμο πολλών εκατομμυρίων τόνων ΤΝΤ.

Ο έλεγχος της παραγωγής και του χειρισμού τέτοιων υλικών διέπεται από αυστηρούς διεθνείς κανονισμούς και νόμους κάθε κράτους και ξεφεύγει από τους στόχους αυτού του βιβλίου.

 

 

 
© 2004 Fire Security |  Privacy Policy  | IΩΝΙΑΣ & ΝΙΚΑΣ ΧΑΜΟΜΗΛΟΣ ΑΧΑΡΝΑΙ Τ.Κ. 13671 2461971-2401083-2464823