ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΤΙΡΙΩΝ
4.5 ΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ
4.5.1 Γενικότητες
Οποιοδήποτε
κτίριο (βιομηχανική δομική κατασκευή, κατοικία, θέατρο, ξενοδοχείο κ.λπ.) είναι
δυνατό να θεωρηθεί ως ένα σύστημα. Όταν στο σύστημα αυτό επικρατεί πυρκαγιά
έχουμε συγχρόνως ροή υλικών και αντίδραση. Η ίδια αντικειμενική αντίληψη
αποκτάται από φωτιά σε τμήμα (διαμέρισμα) κτιρίου, το οποίο με «ανοχή» (από
άποψη ορολογίας) ταυτίζεται —και πάλι— με σύστημα (αντί υποσύστημα που θα ήταν
πιο σωστός χαρακτηρισμός).
Σε ένα τέτοιο (καιόμενο) σύστημα έχουμε τα γνωστά (§2.5.1) προϊόντα καύσης που,
από ορισμένους μελετητές, διακρίνονται (NFPA) σε μη θερμικά (καπνός, τοξικά
αέρια) και θερμικά (φλόγες, θερμότητα) προϊόντα καύσης· η επίδραση των προϊόντων
αυτών σε ανθρώπους μπορεί να συνεπάγεται θάνατο, σε κτίρια ζημιές κ.λπ. Έτσι,
επισκευές ή ξαναφτιάξιμο κτιρίων έχουν (πολλές φορές, μεγάλο) οικονομικό κόστος.
Η ποιότητα και η πυκνότητα καπνού και αερίων καθώς και η ποσότητα θερμότητας και
φλογών στο χώρο των κτιρίων εξαρτάται από τη χημική σύσταση και τη ποσότητα της
καιόμενης ύλης, τη περιεκτικότητα οξυγόνου στον αέρα και παραμέτρους που
επηρεάζουν την εξάπλωση της φωτιάς π.χ. ελεύθερα ανοίγματα, επιφάνεια της όψης
που εκπέμπει ακτινοβολία κ.λπ. Γι' αυτό όσοι επιχειρούν κατάσβεση πυρκαγιών και
όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με ειδικές
προστατευτικές στολές, προσωπίδες και εξοπλισμό (φωτιστικούς φακούς,
αναπνευστικές συσκευές κ.λπ.).
Τα τελευταία έτη, η κίνηση καπνού στα κτίρια έχει τύχει σημαντικής προσοχής.
'Όταν πυρκαγιά επικρατεί εντός κλειστού χώρου (π.χ. δωματίου) η ατμόσφαιρα του
είναι μίγμα καπνού, καυσαερίων, αέρα. Από άποψη κίνησης το μίγμα καπνού —καυσαερίων—
αέρα («καπνική» ατμόσφαιρα) και η κανονική (πριν από την εκδήλωση της πυρκαγιάς)
ατμόσφαιρα συμπεριφέρνονται όμοια. Καθώς η πυρκαγιά μεγαλώνει η πίεση και η
θερμοκρασία αυξάνουν
Κατά τη διάρκεια
της πλήρους ανάπτυξης της φωτιάς (στο δωμάτιο) η θερμοκρασία μπορεί να γίνει
220°C.
Σύμφωνα με τη καταστατική εξίσωση των αερίων που εκφράζει ο τύπος :
P·Vm
= R·T
για τις δύο
καταστάσεις (κανονική ατμόσφαιρα δωματίου —όγκος αέρα V1, πίεση Ρι, απόλυτη
θερμοκρασία Τ1 και καπνική ατμόσφαιρα του δωματίου —όγκος V2, πίεση Ρ2 και
απόλυτη θερμοκρασία Τ2) ισχύει η σχέση: P1V1/T1=
P2V2/T2
Μικρή μεταβολή της πίεσης —τέτοια ώστε να μπορεί να θεωρηθεί Ρ1 ίσο (περίπου) με
Pr2 - είναι αρκετή να προκαλέσει σημαντική ροή καπνού και αέρα από φωτιά.
Αν δεχθούμε ότι είναι 21°C η σχετική θερμοκρασία του χώρου πριν από τη φωτιά και
650°C η σχετική θερμοκρασία στις συνθήκες πυρκαγιάς, οι
αντίστοιχες απόλυτες θερμοκρασίες είναι:
Τ1 = 273° + 21° = 294°
Τ2 = 273° + 650° = 923°
Η μεταβολή του όγκου μπορεί να προσδιορισθεί ως εξής:
P1V1/T1 = P2V2/T2
V1/294 = V2/923
V2 ≈ 3V1
Έτσι, ο όγκος των αερίων αυξάνει κατά ένα συντελεστή 3 ή μεγαλύτερο.
Κάθε κυβικό
καθαρού αέρα εισερχόμενου στον καιόμενο χώρο διαστέλλεται με αυτό τον συντελεστή
πριν αντικατασταθεί από το καπνικό μίγμα. Τα θερμά αέρια, κινούμενα μακριά από
τη φωτιά, ψύχονται επανακτώντας τον αρχικό (κανονικό) όγκο τους. Ωστόσο ακόμη
και με σταδιακή τέτοια ψύξη το αποτέλεσμα της χωρικής διαστολής είναι ότι τα
αέρια στις συνθήκες της πυρκαγιάς αποκτούν διπλάσιο όγκο του αέρα που εμπλέκεται
στο φαινόμενο (σύμφωνα με την πληροφόρηση NFPA).
Αν και οι ποσότητες (καθαρού) αέρα και καπνού είναι αρκετές, συχνά είναι
λιγότερο σημαντικές από την ποσότητα του αέρα που διέρχεται μέσω του κτιρίου στη
διάρκεια της πυρκαγιάς (με τις ευνόητες επιπτώσεις και στην πυκνότητα ατμών).
Η κτιριακή γεωμετρία, οι διευθετήσεις χώρων έχουν σοβαρή επίδραση στη κίνηση
καπνού και τη διάδοση θερμότητας .
Ο κτιριακός σχεδιασμός, λοιπόν, επιβάλλει ρεαλιστικές εκτιμήσεις αν θέλουμε να
έχουμε πυροπροστασία κατασκευών.
Τεράστια χρηματικά ποσά χάνονται και από δυσμενείς επιδράσεις των (θερμικών και
μη) προϊόντων καύσης επί των μέσα σε καιόμενα κτίρια περιουσιακών στοιχείων (επιπλώσεις,
τάπητες, σκεύη, χειρόγραφα, υφάσματα, μηχανήματα κ.λπ.) για τα οποία έγιναν
ορισμένες οικονομικές θυσίες με διάφορα κριτήρια (έργα τέχνης κ.α.).
Οι σύγχρονες γνώσεις επιτρέπουν την παραγωγή και επιλογή διαφόρων (δομικών κ.α.)
υλικών, εκπόνηση (στατικών κ.λπ.) μελετών και ανέγερση κτιρίων από υλικά (π.χ.
σιδηροπαγές σκυρόδεμα) που διαθέτουν πολύτιμες ιδιότητες τόσο σε ότι αφορά τη
μετάδοση θερμότητας όσο και τη συμπεριφορά που πρέπει να δείξουν τα κτίρια* σε
περίπτωση πυρκαγιάς (δομική αντοχή).
Αν και γίνεται a priori δεκτό ότι διαθέτονται τεχνογνωσία, οι απαιτούμενες,
γενικά γνώσεις και συνεπώς υπάρχει πρόκληση για σωστό σχεδιασμό, οποιαδήποτε
πρόθεση για πυρασφάλεια δεν μπορεί να μεταβληθεί σε πραγματικότητα όταν
παραβλέπονται οι παράμετροι που επεμβαίνουν στην εξυπηρετικότατα/λειτουργικότητα
των κτιρίων (με επιπτώσεις στη δομική ακεραιότητα).
Βασικά, πρέπει να επιζητηθεί να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα τα οποία αφορούν
τα εξής ζητήματα:
1. Ασφάλεια ζωής.
2. Δυναμική φωτιάς· εξασφάλιση περιουσιών.
3. Συνέχιση και συνοχή διαδικασιών λειτουργικότητας.
Τα απλοποιημένα λογικά σχήματα για να αναζητηθεί πυροπροστασία κτιρίων
απομονώνονται στον πίνακα .
1. Ασφάλεια
ζωής
— Καπνός. Τοξικά αέρια
— Φλόγες, θερμότητα
2. Δυναμική φωτιάς και το πρόβλημα εξασφάλισης περιουσίων
— Εξέλιξη πυρκαγιάς
— Εξάπλωση πυρκαγιάς
— Οικονομικό κόστος
— Παρεμπόδιση εξάπλωσης πυρκαγιάς. Πυραντοχή κτιρίων
3. Συνέχιση και συνοχή διαδικασιών λειτουργικότητας
— Κριτήρια ακεραιότητας, θερμομόνωσης, ευστάθειας δομικών στοιχείων
Πίνακας . Προβληματισμός για την Πυροπροστασία των Κατασκευών
4.5.2 Ασφάλεια
Ζωής
Α.
Καπνός. Τοξικά Αέρια
Η πείρα από
πυρκαγιές σε κτίρια δείχνει ότι ο καπνός και τα αέρια είναι οι πιο
συνηθισμένοι κίνδυνοι· με στατιστικά στοιχεία (ΗΠΑ, κ.α.) πιστοποιείται ότι το
75% των θανάτων από τέτοιες πυρκαγιές οφείλονται στα μη θερμικά αυτά προϊόντα
καύσης.
Ο καπνός, αν και δεν αποτελεί άμεση αιτία θανάτου από πυρκαγιά, συντελεί έμμεσα
—αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό— στην αύξηση της επικινδυνότητας της γιατί μειώνει
την ορατότητα των ανθρώπων. Το πρόβλημα δημιουργείται από τη διασπορά φωτός και
την (οπτική) συσκότιση που η καπνική πυκνότητα προκαλεί. Το (φυσικό) φαινόμενο
διέπεται από το γνωστό (π.χ. φασκατοσκοπία, εξήγηση απορρόφησης
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από την ύλη κ.λπ.) λογαριθμικό νόμο των Lambert
και Beer και συνεπάγεται, συχνά, πανικό κ.λπ. επειδή δεν αναγνωρίζονται οι
έξοδοι διαφυγής κ.λπ.
Τα αέρια (καυσαέρια) λόγω της μεγαλύτερης τοξικότητας των συστατικών τους, σε
σύγκριση με τον καπνό, έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων —π.χ.
μονοξείδιο του άνθρακα (ατελής καύση), υδρόθειο, υδροκυάνιο, υδροχλώριο κ.λπ.
επιβλαβή (επιζήμια, δηλητηριώδη) αέρια. Σε πυρκαγιές με πλήρη καύση άνθρακα (συνήθους
συστατικού των καυσίμων υλικών σωμάτων ), ο, εντός κλειστών χώρων, ανθρώπινος
παράγοντας βρίσκεται υπό την επενέργεια (και) του διοξειδίου του άνθρακα (ασφυκτικού
αερίου).
Β. Φλόγες, θερμότητα
Οι φλόγες και η
θερμότητα προκαλούν ανθρώπινα ατυχήματα πολύ πιο σοβαρά και επίπονα, συγκριτικά
με τα μη θερμικά προϊόντα καύσης.
Οι φλόγες μπορεί να προξενήσουν εγκαύματα και —με τη θέα τους— πανικό, υστερίες
κ.λπ.
Η θερμότητα είναι πολύ επιζήμια για το ανθρώπινο σώμα (υπερθερμία, αφυδάτωση,
αναπνευστικά προβλήματα κ.λπ.). Τα αποτελέσματα αυτής της έκθεσης (ατμόσφαιρα
υψηλής θερμοκρασίας) επηρεάζονται από το ποσοστό της υγρασίας (η υγρασία είναι
συνάρτηση τριών παραγόντων: α) του νερού που —τυχόν— παράγει η καύση β) της, από
την πυρκαγιά, διαφοροποίησης της φυσικής υγρασίας και γ) του νερού που είτε
αυτούσιο ή ως συστατικό —π.χ. αφρός— χρησιμεύει για πυρόσβεση, όταν επιδιώκεται
κατάσβεση της φωτιάς).
Για να καεί ένα σύστημα (κτίριο, υλικό σώμα) πρέπει να προηγηθεί ανάφλεξη . Η
ανάφλεξη προϋποθέτει θερμότητα (παροχή ενέργειας). Η θερμότητα αυτή, είτε
δίνεται στο σύστημα από έξω ή προκαλείται μέσα στο σύστημα. Η θερμική ενέργεια
προέρχεται στην πρώτη περίπτωση από διάφορα αίτια (σπινθήρες, τριβή, ακτινοβολία
κ.α) και στη δεύτερη περίπτωση από διεργασία που διεξάγεται στο ίδιο το σύστημα,
όταν αυτό διακρίνεται για τέτοιο αυθορμητισμό (παραγωγή θερμότητας).
4.5.3 Δυναμική
Φωτιάς και το Πρόβλημα: Εξασφάλιση Περιουσιών
Α. Εξέλιξη Πυρκαγιάς
Η εξάπλωση της
πυρκαγιάς, επειδή γίνεται απροσδόκητα, δίνει την εντύπωση ότι δεν υπακούει σε
κάποιο νόμο. Τα αποτελέσματα, όμως, ποικίλων ερευνών οδηγούν στο αντίθετο
συμπέρασμα.
Μία αποφασιστική φάση εξέλιξης των πυρκαγιών αρχίζει με το σχηματισμό φλογών.
Μελετήθηκε ότι η ταχύτητα εξέλιξης της πυρκαγιάς διπλασιάζεται με μία ανύψωση
θερμοκρασίας κατά 10°C και γίνεται χίλιες φορές πιο μεγάλη με μία αύξηση της
θερμοκρασίας κατά 100°C.
Όσο υπάρχει επάρκεια καύσιμης ύλης (αναγωγικού μέσου) και οξυγόνου (οξειδωτικού
μέσου) η εξέλιξη της πυρκαγιάς έχει τις προϋποθέσεις να συνεχισθεί ανεμπόδιστα.
Η πυρκαγιά, τότε, μπορεί να εξαπλωθεί ακαριαία, λόγω εκπομπής μεγάλου ποσού
θερμότητας που (ως μία συνέπεια) ανυψώνει τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Σε
κλειστούς χώρους, ο δημιουργούμενος θερμός αέρας κατευθύνεται προς τα πάνω,
αγγίζει την οροφή, διασκορπίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις (τοίχους κ.λπ.),
παρασύρει και διασπείρει τα αέρια καύσης σχηματιζόμενων και (μακρά από την εστία
φωτιάς) αεριωδών μιγμάτων που (έχουν άκαυστα μόρια και) είναι έτοιμα για
ανάφλεξη.
Η από τις φλόγες δημιουργουμένη θερμότητα και η μεγάλη πίεση αερίων συντελούν
στη θραύση τζαμιών, θυρών, παραθύρων αφήνοντας στον καθαρό αέρα ελεύθερες
εισόδους για να μπει στο σύστημα (καιόμενο κτίριο). Με την παροχή νέου οξυγόνου
από τον αέρα, η ένταση τής καύσης μεγαλώνει, γεγονός που επιτρέπει εξάπλωση της
πυρκαγιάς σε γειτονικούς χώρους.
Τα (τυχόν) εύφλεκτα ή καύσιμα υλικά (τοίχων, δαπέδων/πατωμάτων, αντικειμένων π.χ.
επίπλων κ.λπ.), με την προσβολή τους από τη θερμότητα της φωτιάς εκλύουν αέρια
καύσης και α) χρησιμεύοντας ως γέφυρες φωτιάς προωθούν την εξάπλωση της ενώ β)
εγκυμονούν κίνδυνους δηλητηρίασης, ασφυξίας, περιορισμού ορατότητας και
δυνατότητας επέμβασης του ανθρώπινου παράγοντα.
Παράλληλα, υπάρχει το πρόβλημα εξάπλωσης των αερίων καύσης μέσω των οποιωνδήποτε
ανοιγμάτων (αγωγών αερισμού, ψευδοροφών, αγωγών καλωδίων, ανελκυστήρων κ.λπ.)
Β' Εξάπλωση Πυρκαγιάς
Στις πυρκαγιές (βιομηχανικών
ή όχι) δομικών κατασκευών διακρίνουμε τρεις περιπτώσεις:
1) ένα θεωρούμενο σύστημα (κτίριο) να γίνει «κόμπος φωτιάς» σε άλλο σύστημα (κτίριο),
2) το θεωρούμενο κτίριο να αποτελέσει «δέκτη φωτιάς», λόγω πυρκαγιάς άλλων
κατασκευών και
3) να προκληθεί πυρκαγιά μέσα σε κτίριο (χωρίς αυτό να γίνει «πομπός φωτιάς»·
εάν υπάρξει τέτοια εξέλιξη —γίνει πομπός— πυρκαγιάς, τότε η εξάπλωση της
εμπίπτει σε εκείνη της 1ης περίπτωσης).
Η εξάπλωση πυρκαγιάς από σύστημα (κτίριο) σε σύστημα εγκυμονεί πάντα κίνδυνους,
είτε υπάρχει συμμετοχή βιομηχανικής δομικής κατασκευής ή όχι.'
Ως δομικές βιομηχανικές κατασκευές νοούνται τα κτίρια των βιομηχανιών (κύριοι
χώροι: χώροι κατεργασίας, κεντρικοί σταθμοί παραγωγής, αποθήκες κ.λπ.·
δευτερεύοντες χώροι: θυρωρεία, λουτρά, εστιατόρια κ.λπ.· διάφορες εγκαταστάσεις:
αναβατήρων, αερισμού, απορρόφησης, κλιματιστικές κ.λπ.) και οι ειδικές
κατασκευές (δεξαμενές αερίων, υγρών, στερεών/-silos, κάμινοι/φούρνοι, θεμέλια
μηχανών, καπνοδόχοι κ.λπ. Επιπλέον, στην περίπτωση των μεταλλείων, στις ειδικές
κατασκευές συμπεριλαμβάνονται: γέφυρες, υδραγωγεία κ.λπ.)..
Μη βιομηχανικές κατασκευές είναι οι κατοικίες, τα θέατρα, οι χώροι συγκέντρωσης
κοινού κ.α. Στην κατηγορία των δομικών αυτών κατασκευών έχουμε, πάλι, κύριους
και βοηθητικούς χώρους καθώς και ειδικές κατασκευές (π.χ. λεβητοστάσια, αποθήκες
υγρών καυσίμων για θέρμανση κ.λπ.).
Βιομηχανικές ή μη κατασκευές μπορεί να συνιστούν εργασιακούς χώρους (π.χ.
εργοστάσια με πρατήρια των ειδών τους στο ίδιο, από άποψη χωροθέτησης,
συγκρότημα· εμπορικές επιχειρήσεις κ.α.).
Η παραγωγική —εργασιακή— δραστηριότητα των ανθρώπων, καθώς και όλες οι άλλες
δραστηριότητες τους εκδηλώνονται και αναπτύσσονται στο φυσικό χώρο. Είναι
αυτονόητο, λοιπόν, ότι πυρκαγιά κτιρίου μπορεί να προσβάλει και τον άκτιστο χώρο.
Αλλά και αντίστροφα είναι δυνατή η μετάβαση πυρκαγιάς από μη δομημένο χώρο (π.χ.
δάσος) σε δομημένο χώρο (σπίτια κ.λπ.).
Στην περίπτωση, ειδικά, μετάδοσης πυρκαγιάς μεταξύ κτιρίων διακρίνουμε μετάδοση
πυρκαγιάς:
α) από υψηλότερο κτίριο σε χαμηλότερο
β) μεταξύ ισοϋψών κτιρίων
γ) από χαμηλότερο κτίριο σε υψηλότερο
Για κτίρια που δεν είναι σε επαφή, στις δύο πρώτες περιπτώσεις η εξάπλωση της
πυρκαγιάς γίνεται κυρίως με ακτινοβολία και, σε μεγάλο βαθμό, κατά την οριζόντια
έννοια- στην τρίτη περίπτωση, παράλληλα με την ακτινοβολία αυτή, μεγάλη είναι η
συνεισφορά της επιστέγασης του χαμηλού κτιρίου.
Για κτίρια εφαπτόμενα, ή βιομηχανικές δομικές κατασκευές, η εξάπλωση της
πυρκαγιάς είναι και πάλι πολύπλοκο θέμα, δεδομένου ότι μπορεί η αγωγή και η
συναγωγή να παίζουν εξαιρετικά μεγάλα ρόλο στην εξελικτικότητα της πυρκαγιάς.
Γ' Οικονομικό Κόστος
Το ολικό κόστος
μιας πυρκαγιάς μπορεί να υπολογισθεί όταν προσδιορισθούν οι απώλειες λόγω φωτιάς
και οι δαπάνες για πρόληψη ή/και καταστολή της (και αποζημιώσεις —πυρασφαλίσεις
ενδεχομένως— ·κ.λπ.). Το κόστος πυρκαγιών ενδιαφέρει πάντα την πυροπροστασία.
Για την «κοστολόγηση» πρέπει να λάβουν υπόψη ότι α) οι απώλειες συνθέτονται από
άμεσες και έμμεσες ζημιές και β) οι δαπάνες διαμορφώνονται από τα έξοδα
διατήρησης ενός ικανοποιητικού επίπεδου ελέγχου της φωτιάς και το κόστος
επανάκτησης των απωλειών.
Σε τέτοιες εκτιμήσεις —βλ. και πίνακα — τεκμηριώνονται οι απόψεις των υπευθύνων
πυρασφάλειας για πυροπροστατευτικό σχεδιασμό (κτιρίων κ.λπ.).
Κύριες
απώλειες
Κύρια κονδύλια εξόδων πυρκαγιάς
Απώλειες ζωής
Δαπάνες απόσεισης κινδύνων
Απώλειες περιουσιών
Δαπάνες πρόληψης
Απώλειες χρησιμότητας
Δαπάνες προστασίας
Απώλειες από επιβλαβή προσβολή
Δαπάνες (πυρ)ασφάλισης Δαπάνες έρευνας
Πίνακας . Εκτιμήσεις Κόστους Πυρκαγιάς.
Δ'
Παρεμπόδιση Εξάπλωσης Πυρκαγιάς. Πυραντοχή Κτιρίων
Η, σχετική με τη
δυναμική της φωτιάς, ανάλυση που προηγήθηκε εξηγεί την σπουδαιότητα που έχει η
πυραντοχή των κτιρίων. Ο όρος πυραντοχή (πυροαντοχή) διευκολύνει ποικίλες
εκφράσεις (π.χ. «κούφωμα με αντίσταση στη φωτιά» μπορεί —μονολεκτικά— να
χαρακτηρισθεί ως «πυράντοχό») ενώ οι οροί που προέρχονται απο τη λέξη: αντίστασή
προσφέρονται περισσότερο —σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, π.χ.—για περιφραστικές
διατυπώσεις.
Σε ό,τι αφορά τα κτίρια, η εξελικτικότητα της πυρκαγιάς που σκιαγραφήθηκε
εξαρτάται πολύ από την πυραντοχή όχι μόνο των εξωτερικών τοιχοποιιών αλλά και
των δομικών στοιχείων.
Γενικά, η προαναφερόμενη πυραντοχή (ικανότητα μιας κατασκευής ή ενός δομικού
στοιχείου κτιρίου να αντιστέκεται στα θερμικά αποτελέσματα μιας πυρκαγιάς
ικανοποιητικά, χωρίς να χάνει τη θερμομόνωση ή τη φέρουσα ικανότητα ή την
ακεραιότητα του) προβλέπεται σε Διατάξεις, Κώδικες, Κανονισμούς και Πρότυπα
—ελληνικά και ξένα* ενδεικτικά, σε κτίρια που είναι σε επαφή, η διαχωριστική
μεσοτοιχία πρέπει να έχει πυραντοχή 3 ωρών.
Στη χώρα μας έχουν καταβληθεί διάφορες προσπάθειες τυποποίησης' στα πλαίσια
αυτά, ως αντοχή των δοκιμίων, σε φωτιά ορίζεται το χρονικό διάστημα θέρμανσης
εκφρασμένο σε πρώτα λεπτά της ώρας (min), μέχρι τη στιγμή που παρατηρείται
αστοχία ως προς τα κριτήρια (ικανότητα ανάληψης φωτιών, ακεραιότητα σε φωτιά,
θερμομονωτική ικανότητα) που έχουν τεθεί για το δοκίμιο.
Η ανύψωση της θερμοκρασίας (θέρμανση) γίνεται σε κλίβανο και λαμβάνεται υπόψη
ότι:
Τ-Το = 3451og (8t+1)
όπου:
t = ο χρόνος σε λεπτά (min)
Τ = η θερμοκρασία κλιβάνου στη χρονική στιγμή t σε βαθμούς
Κελσίου Το = η αρχική θερμοκρασία κλιβάνου σε βαθμούς Κελσίου
Η σχέση αυτή δίνει τις τιμές που περιέχει ο πίνακας (21).

'Οσοι επιζητούν, πυροπροστασία δομικών κατασκευών εκμεταλλεύονται διάφορες
δυνατότητες —όχι μόνο τυποποίησης.
Ένα βασικό προληπτικό μέτρο πυρασφάλειας, στο οποίο μπορεί κανείς να προσφύγει,
στο μελετητικό στάδιο των (όχι σε επαφή) κτιρίων είναι η αύξηση της απόστασης
τους προκειμένου, σε (τυχόν) πυρκαγιά, η ένταση της ακτινοβολούμενης θερμότητας
να μειωθεί κάτω του επικίνδυνου επίπεδου για τα υλικά των γειτονικών κτιρίων.
'Όπως είναι ευνόητο, στην πράξη το μέτρο θα αποδώσει, όχι μόνο εφόσον είναι
δυνατή η υλοποίηση του αλλά και υπό την αίρεση ότι εξασφαλίζονται οι λοιπές
προϋποθέσεις πυ-ρασφαλούς συμπεριφοράς των κτιρίων, π.χ. χρησιμοποίηση
καταλλήλων υλικών, ύπαρξη μέσων και διευκολύνσεων για την Πυροσβεστική Υπηρεσία
(που εάν η χωροθέτηση των κτιρίων παρουσιάζει προβλήματα έγκαιρης επέμβασης,
λόγω απόστασης, κυκλοφοριακής συμφόρησης κ.α., θα πρέπει να είναι —πιθανόν—
«προηγμένης» τεχνολογίας: αυτόματα συστήματα πυρασφάλειας σε εργασιακούς
—νοσοκομειακούς, εργαστηριακούς κ.α.—χώρους) κ.λπ.
Εάν το μέγεθος ενός μελλοντικού γειτονικού κτίσματος είναι άγνωστο και δεν έχει
προσδιορισθεί η θέση του ως προς μελετώμενη δομική κατασκευή, τότε η απόσταση
ασφάλειας του προσδιορίζεται με την παραδοχή ότι το μελλοντικό κτίσμα θα γίνει
σύμφωνα με τους όρους δόμησης που ισχύουν.
4.5.4 Συνέχιση
και Συνοχή Διαδικασιών Λειτουργικότητας. Κριτήρια Ακεραιότητας, θερμομόνωσης,
Ευστάθειας Δομικών Στοιχείων.
Τα κριτήρια
ακεραιότητας και θερμομόνωσης ορίζουν μέχρι πότε (υπό αναμενόμενες συνθήκες
πυρκαγιάς ) η απρόσβλητη από φωτιά μεριά δομικού στοιχείου δεν επιτρέπει δίοδο
στα προϊόντα καύσης και απαιτούνται για εκτιμήσεις αναφορικά με τη δημιουργία
προϋποθέσεων λειτουργικότητας και —συγχρόνως— φραγμών φωτιάς στις δομικές
κατασκευές όταν προσβληθούν από πυρκαγιά (πυροδιαμερισματοποίηση, πυροφραγμοί).
Η πυραντοχή τοιχωμάτων και δαπέδων εκλέγεται με βάση τα δύο αυτά κριτήρια.
Η ακεραιότητα σε φλόγες και καυσαέρια και η θερμομόνωση καθορίζουν επίσης τη
σύνθεση των κυρίων, —από άποψη πυροπροστασίας— στοιχείων του εξωτερικού
περιβλήματος των κτιρίων (εξωτερικών τοιχοποιιών και επιστεγάσεων) καθώς και των
αδυνάτων σημείων των δομικών κατασκευών: παραθύρων, θυρών.
Το κριτήριο της ευστάθειας αναφέρεται στην ικανότητα ενός δομικού στοιχείου να
μη παραμορφώνεται πέρα από ορισμένο όριο όταν (φορτισμένο με ένα μέγιστο φορτίο)
είναι πιθανό να εκτεθεί σε πυρκαγιά. Όλα, επομένως, τα φέροντα στοιχεία (π.χ.
δοκοί, στύλοι, φέρουσες τοιχοποιίες, πλάκες κ.λπ.) πρέπει να διαθέτουν τέτοια
ευστάθεια.
Κανονισμοί επιβάλλουν απαιτήσεις ενός ελάχιστου βαθμού πυραντοχής για διάφορα
δομικά στοιχεία ανάλογα με το μέγεθος και τη χρήση των δομικών κατασκευών-
δεδομένα για το θέμα, κατάλληλα και για γενικότερες σκέψεις, υπάρχουν στις
σχετικές, με την εξεταζόμενη πυρασφάλεια, Ελληνικές Κανονιστικές Διατάξεις —βλ.
Μέρος Ε'.
Η αναζήτηση κριτηρίων πυροπροστασίας των δομικών κατασκευών εξακολουθεί να
προβληματίζει τους ειδικούς/ ερευνητές- πολλά ζητήματα — π.χ. υπόδειξη
πυρασφαλών θυρών— παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία (αν και Κανονισμοί ορίζουν σε
διάφορες περιπτώσεις την αντίσταση σε φωτιά των θυρών, π.χ. σε 1-1 1/2 άρα για
θύρες εξωτερικής τοιχοποιίας κ.λπ.). Γενικά, η παρεμπόδιση εξάπλωσης της φωτιάς
επιβάλλει πολύ μελετητική δουλειά. Μία αξιοσημείωτη, επίσης, δυσκολία είναι η
από τα διάφορα κράτη υιοθέτηση προτύπων (DIN, ASTM κ.α.), που έχουν διαφορές
μεταξύ τους, γεγονός που συνηγορεί για ανάληψη πρωτοβουλιών υπόδειξης εκπόνησης
Κανονισμών που να έχουν δυνατότητα ομοιόμορης εφαρμογής (συστάσεις Ε.Ο.Κ., ΙΜΟ
για θαλάσσιες μεταφορές κ.λπ.). Η βαθειά γνώση της σπουδαιότητας που έχει η
δομική ακεραιότητα, θερμομόνωση και ευστάθεια αποκαλύπτει ότι είναι δυνατό στις
δομικές κατασκευές η εξάπλωση της πυρκαγιάς να ελαττωθεί, μειώνοντας το θερμικό
φορτίο (πράγμα δύσκολο στη πράξη), εκλέγοντας μικρότερους χώρους (λύση όχι πάντα
οικονομικώς εφικτή) και καταφεύγοντας σε ειδικά μέσα (π.χ. αυτόματη ανίχνευση
και κατάσβεση πυρκαγιάς —δυνατότητα που αντιμετωπίζεται με αυξανόμενο
ενδιαφέρον).
Τέλος, ειδικά για την πυροπροστασία κτιρίων στη χώρα μας, εκδόθηκε το Π.Δ. 71
«Κανονισμός Πυροπροστασίας των Κτιρίων».
4.5.5 Κανονισμός
Πυροπροστασίας Κτιρίων
Στο ΦΕΚ
32/Α/17.2.1988 δημοσιεύτηκε το προαναφερόμενο 71 π.δ/γμα «Κανονισμός
πυροπροστασίας των κτιρίων».
Ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει δύο βασικά κεφάλαια «Α» και «Β», που ρυθμίζουν
την πυροπροστασία νεοανεγειρόμενων κτιρίων και υφιστάμενων ξενοδοχείων
αντίστοιχα και εφαρμόζεται υποχρεωτικά ως εξής:
α. Για τα νεοανεγειρόμενα κτίρια (κατοικίες, εκπαιδευτήρια, γραφεία,
καταστήματα, συνάθροισης κοινού, βιομηχανίες —αποθήκες, νοσηλευτικές
εγκαταστάσεις— φυλακές, στάθμευσης οχημάτων και πρατήρια υγρών καυσίμων), των
οποίων η άδεια εκδίδεται έξι μήνες, μετά τη δημοσίευση του.
β. Για τα νεοανεγειρόμενα ξενοδοχεία, των οποίων η άδεια εκδίδεται ένα μήνα μετά
τη δημοσίευση του.
γ. Για τα υφιστάμενα ξενοδοχεία ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του.
Για τις
περιπτώσεις α και β, επιβάλλεται η σύνταξη μελέτης πυροπροστασίας, η οποία
συνυποβάλλεται με τις άλλες απαραίτητες μελέτες για την έκδοση οικοδομικής
άδειας (π.δ/γμα ΦΕΚ394/Δ/8.9.1983).
Η μελέτη πυροπροστασίας αποτελείται από δύο τμήματα, που περιλαμβάνουν τα μέτρα
παθητικής πυροπροστασίας και ενεργητικής πυροπροστασίας αντίστοιχα. Τα δύο αυτά
τμήματα συνιστούν την ενιαία μελέτη πυροπροστασίας, σύμφωνα με τον ισχύοντα
κανονισμό, της οποίας η σύνταξη και επίβλεψη εφαρμογής γίνεται από αυτούς που
σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις έχουν τα αντίστοιχο επαγγελματικά δικαιώματα.
Η μελέτη πυροπροστασίας υποβάλλεται εις τριπλούν στην αρμόδια πολεοδομική
υπηρεσία η οποία, μετά τον έλεγχο και την έγκριση της από άποψη παθητικής
πυροπροστασίας, την αποστέλλει στην αντίστοιχη πυροσβεστική υπηρεσία για τον
έλεγχο της από άποψη ενεργητικής πυροπροστασίας. Μία σειρά της μελέτης μένει
στην πυροσβεστική υπηρεσία και οι υπόλοιπες δύο επιστρέφονται στην πολεοδομική
υπηρεσία εγκεκριμένες.
Η διαδικασία προώθησης της οικονομικής άδειας δε διακόπτεται κατά την αποστολή
της μελέτης πυροπροστασίας στην πυροσβεστική υπηρεσία. Σε περίπτωση που η μελέτη
πυροπροστασίας δεν περιλαμβάνει το τμήμα της μελέτης για ενεργητική
πυροπροστασίας, εννοείται ότι τότε δε θα τηρείται η προηγούμενη διαδικασία,
δηλαδή η μελέτη πυροπροστασίας θα υποβάλλεται εις διπλούν στην πολεοδομική
υπηρεσία και δε θα αποστέλλεται στην πυροσβεστική υπηρεσία.
Για τα υφιστάμενα ξενοδοχεία (περίπτωση γ), επιβάλλεται η σύνταξη μελέτης
πυροπροστασίας, η οποία βασίζεται σε ένα μοντέλο εναλλακτικών λύσεων αξιολόγησης
και βελτίωσης της πυροπροστασίας των κτιρίων αυτών. Η μελέτη αυτή υποβάλλεται
για έλεγχο στην αρμόδια πυροσβεστική υπηρεσία. Εάν για την εφαρμογή της μελέτης
αυτής απαιτούνται οικοδομικές εργασίες, που χρειάζονται την έκδοση οικοδομικής
άδειας, τότε υποβάλλεται στην πολεοδομική υπηρεσία μόνο η μελέτη των εργασιών
αυτών για έκδοση οικοδομικής άδειας.
Οι προδιαγραφές σύνταξης των μελετών πυροπροστασίας αποτελούν αντικείμενο
υπουργικής απόφασης του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.