|
|
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ - ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ
1.
ΓΕΝΙΚΑ
Η προστασία από τους
κινδύνους που σχετίζονται με πυρκαγιές-εκρήξεις περιλαμβάνει:
-
τη
χωροθέτηση κάθε είδους εγκατάστασης ή δραστηριότητας,
-
τη λήψη μέτρων
παθητικής και ενεργητικής πυροπροστασίας και μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης
εκρήξεων με βάση τους σχετικούς κανονισμούς ανάλογα με το είδος του κτιρίου,
το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη λειτουργία και
συντήρηση των εγκαταστάσεων (κτιριακών, ηλεκτρομηχανολογικών, θερμικών κ.λπ.)
με βάση τους τεχνικούς κανονισμούς και τους κανονισμούς ασφάλειας,
-
την εκτίμηση, πρόληψη
και αντιμετώπιση των σχετικών κινδύνων σε κάθε χώρο
εργασίας (ύπαρξη και τήρηση διαδικασιών ασφαλούς
εργασίας και διαχείρισης υλικών και εξοπλισμού, διαδικασίες αντιμετώπισης
έκτακτων καταστάσεων κ.λπ.).
2.
ΣΧΕΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Η
παθητική πυροπροστασία
αφορά στη μελέτη των φαινομένων που εμφανίζονται
και εξελίσσονται κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών σε κτίρια. Περιλαμβάνει τα μέτρα
που πρέπει να λαμβάνονται κατά το
σχεδιασμό και την κατασκευή των κτιρίων,
ώστε αν ξεσπάσει πυρκαγιά, τα αποτελέσματα της να
είναι όσο το δυνατόν λιγότερο καταστρεπτικά για τον πληθυσμό, το άψυχο περιεχόμενο
του κτιρίου, για το ίδιο το κτίριο καθώς και για την περιοχή στην οποία
βρίσκεται, ακόμη και στην περίπτωση που δε γίνει χρήση των μέτρων και των μέσων
της ενεργητικής πυροπροστασίας.
Για την πραγματοποίηση των
παραπάνω στόχων εφαρμόζονται ορισμένες
κατασκευαστικές προβλέψεις που
περιλαμβάνουν
Πρόβλεψη κατά τη σχεδίαση
των κτιρίων, ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη
οδών διαφυγής
του πληθυσμού προς το ύπαιθρο ή προς άλλα
διαμερίσματα προστατευμένα από την πυρκαγιά. Ταυτόχρονα πρέπει να γίνεται
πρόβλεψη της διαδρομής καπνού
και αερίων, ώστε οι οδοί διαφυγής να
διατηρούνται ελεύθερες, για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την εκκένωση του
πληθυσμού.
Διαχωρισμό του κτιρίου σε
διαμερίσματα,
τα οποία κατασκευάζονται με επαρκώς
πυράντοχα
δομικά στοιχεία, ώστε να επιτυγχάνεται η
καθυστέρηση της μετάδοσης της φωτιάς. Μ' αυτό τον τρόπο αυξάνεται ο χρόνος για
την αντιμετώπιση της φωτιάς και τη διάσωση του εγκλωβισμένου πληθυσμού.
Στατική επάρκεια
των φερόντων στοιχείων. Ο χρόνος στατικής
επάρκειας εξαρτάται από τη χρήση του κτιρίου και καθορίζεται από ειδικούς
κανονισμούς. Άρτια εξωτερική διαμόρφωση
του κτιρίου ώστε να εξασφαλίζεται η
ακίνδυνη δυνατότητα προσέγγισης και δράσης της Πυροσβεστικής.
Η Ενεργητική
Πυροπροστασία αφορά στα κατασταλτικά
μέτρα πυροπροστασίας τα οποία είναι μέτρα, εξοπλισμός και προγραμματισμένες
δραστηριότητες που ενεργοποιούνται με την εμφάνιση ή κατά τη διάρκεια της
πυρκαγιάς .
Στα ενεργητικά μέτρα πυροπροστασίας περιλαμβάνονται τα δίκτυα
πυρανίχνευσης και σήμανσης (συναγερμός) για την εμφάνιση της
πυρκαγιάς, τα συστήματα καταιονισμού κατασβεστικών
υλικών (νερό, αφρός, σκόνες κ.λπ.) και τα ειδικά κεντρικά ή τοπικά μέσα
κατάσβεσης.
Όλα τα κτίρια, ανεξαρτήτως της χρήσης τους, διακρίνονται
από άποψη πυροπροστασίας σε
υφιστάμενα και νέα. Οριακό σημείο για τη
διάκριση τους αυτή, θεωρείται η ημερομηνία έναρξης ισχύος του Π.Δ. 71/1988
«Κανονισμός Πυροπροστασίας Κτιρίων». Για τους σκοπούς του Κανονισμού
Πυροπροστασίας, τα κτίρια ταξινομούνται ανάλογα με τη χρήση τους σε
κατηγορίες, σύμφωνα με τον πίνακα 1.
Για την έγκριση
άδειας οικοδομής κάθε κτιρίου, επιβάλλεται η
έγκριση μελέτης πυροπροστασίας. Η μελέτη υποβάλλεται στην Πολεοδομική
Υπηρεσία και ελέγχεται από άποψη παθητικής πυροπροστασίας και στη
συνέχεια υποβάλλεται στην Πυροσβεστική Υπηρεσία για τον έλεγχο των μέτρων
ενεργητικής πυροπροστασίας
( Υπάρχουν περιπτώσεις, ανάλογα με τη χρήση και
την έκταση του κτιρίου, όπου δεν επιβάλλεται από τη νομοθεσία η σύνταξη μελέτης
για τα ενεργητικά μέτρα πυροπροστασίας. Σε κάδε περίπτωση, ο ιδιοκτήτης του
κτιρίου θα πρέπει να απευθύνεται στις αρμόδιες υπηρεσίες για πληροφορίες σχετικά
με τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την έγκριση της άδειας όσον αφορά την
πυροπροστασί).
Ο έλεγχος για την ορθή εφαρμογή της μελέτης
και την τήρηση των διατάξεων του κανονισμού πυροπροστασίας αποτελεί αρμοδιότητα,
από κοινού, των Υπηρεσιών Πολεοδομμίας
και του Πυροσβεστικού Σώματος. Για τις
παλαιές οικοδομές ισχύουν οι
προγενέστερες του ΠΔ 71/88
Πυροσβεστικές Διατάξεις με τις εν
συνεχεία τροποποιήσεις (στον πίνακα 2
αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες από
τις ισχύουσες Πυρ/κες Δ/ξεις).
Η
Πυρ/κή Δ/ξη 5/1991
καθορίζει τη διάρκεια ισχύος των βεβαιώσεων
πυρασφάλειας.
Ιδιαίτερα όσον αφορά στις
βιομηχανικές εγκαταστάσεις και τις
βιοτεχνίες, τα επαγγελματικά εργαστήρια, τις αποθήκες και τις μηχανολογικές
εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών που
υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3325/2005, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η
απόφαση Φ15/οικ. 1589/104/20064.
Σύμφωνα με αυτή, οι
κάτοχοι των επιχειρήσεων
που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3335/2005
οφείλουν να συντάσσουν μελέτη
ενεργητικής πυροπροστασίας η οποία
εγκρίνεται από τις κατά τόπους αρμόδιες πυροσβεστικές υπηρεσίες.
Για τη χορήγηση, από την
αδειοδοτούσα αρχή, της άδειας λειτουργίας ή τη θεώρηση της ειδικής δήλωσης
(παρ.1, αρ.5 ν.3325/ 2005), απαιτείται η υποβολή
Πιστοποιητικού (Ενεργητικής) Πυροπροστασίας
που εκδίδεται από την οικεία
Πυροσβεστική Υπηρεσία και βεβαιώνει ότι έχουν ληφθεί τα αναγραφόμενα στην
εγκεκριμένη μελέτη, μέσα και μέτρα πυροπροστασίας. Οι επιχειρήσεις που υπάγονται
στην απόφαση 1589/104/2006 κατατάσσονται, σύμφωνα με αυτήν, σε
κατηγορίες
ανάλογα με την οικονομική δραστηριότητα και την
επικινδυνότητα τους. Με βάση την κατηγορία στην οποία ανήκουν, όπως επίσης και
με βάση την κινητήρια και τη θερμική ισχύ των εγκαταστάσεων, ορισμένες
επιχειρήσεις απαλλάσσονται
από την υποχρέωση εφοδιασμού με μελέτη
ενεργητικής πυροπροστασίας. Ορισμένες από αυτές απαλλάσσονται επίσης και από την
υποχρέωση εφοδιασμού με Πιστοποιητικό (ενεργητικής πυροπροστασίας).
Επίσης, ανάλογα με το είδος
της επιχείρησης και τη χρήση του κτιρίου, εφαρμόζονται και
ειδικές διατάξεις
που αφορούν στα μέτρα πυροπροστασίας
λεβητοστασίων
(π.χ. Π.Δ 922/1977), τις τεχνικές προδιαγραφές
διαμόρφωσης, κατασκευής και ασφαλούς λειτουργίας των εγκαταστάσεων
υγρών καυσίμων
(π.χ. Π.Δ. 44/1987),
φυσικού αέριου
(π.χ. Υ.Α. Δ3/Α/22925/2006, Υ.Α. Δ3/Α/20701/2006,
Υ.Α. Δ3/Α/17013/2006, Υ.Α. Δ3/Α/14715/2006, Υ.Α. Δ3/Α/11346/ 2003, Υ.Α.
Δ3/Α/5286/1997, Π.Δ. 420/1987), υγραερίου (π.χ. Υ.Α. 31856/2003, Υ.Α. Δ
3/14858/1993) κ.α. (για τη νομοθεσία βλ. αναλυτικά στο Παράρτημα). Στους
κανονισμούς αυτούς αναφέρονται οι απαραίτητες προδιαγραφές
που σχετίζονται με τα υλικά και τις
κατασκευαστικές προβλέψεις, τις αποστάσεις ασφαλείας, τα συστήματα και τις
διατάξεις ασφαλείας των εγκαταστάσεων, τις συνθήκες λειτουργίας κλπ.
Στην περίπτωση που στο χώρο
μιας βιομηχανίας ή βιοτεχνίας υπάρχουν αποθήκες υγρών ή αέριων καυσίμων,
συντάσσεται ενιαία μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας και λαμβάνονται όλα τα
μέτρα και μέσα πυροπροστασίας που προβλέπονται από την απόφαση 1589/104/2006
καθώς και από τις αντίστοιχες αποφάσεις για τα υγρά ή αέρια καύσιμα.
Επίσης, σε εργασιακούς
χώρους όπου παράγονται, αποθηκεύονται ή χρησιμοποιούνται
εκρηκτικές ύλες
(π.χ. χρήση εκρηκτικών υλών στα τεχνικά έργα,
αποθήκευση πυροτεχνημάτων κ.λπ.), υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για την ασφάλεια
των εργαζομένων και πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα. Για τη χρήση
εκρηκτικών υλών ανάλογα με το είδος των εργασιών εφαρμόζονται, πέρα από τη
γενική νομοθεσία, ειδικές νομοθετικές διατάξεις για τις εκρηκτικές ύλες (π.χ. ΥΑ
3329/1989, ΠΔ 455/1995). Στη σχετική αυτή νομοθεσία αναφέρονται τα ζητήματα που
σχετίζονται με τη διαμόρφωση των χώρων αποθήκευσης εκρηκτικών υλών, τις
αποστάσεις ασφαλείας, τις διατάξεις ασφαλείας, την πυροπροστασία, τη φύλαξη των
εγκαταστάσεων, τον έλεγχο ποιότητας των εκρηκτικών υλών κλπ
←
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
|