Οδεύσεις διαφυγής
Η έναρξη μιας πυρκαγιάς δε
γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις αμέσως αντιληπτή.
Από τη στιγμή όμως, όπου ένας ή περισσότεροι ένοικοι
αντιληφθούν και συνειδητοποιήσουν το γεγονός, αντιδρούν άμεσα με πρώτο
στόχο την ταχύτερη απομάκρυνση τους από τον επικίνδυνο χώρο σε άλλους
πιο ασφαλείς και κύρια στον υπαίθριο χώρο, έξω από το φλεγόμενο κτίριο.
Λίγοι είναι εκείνοι που, παραμένοντας ψύχραιμοι ή όντας επιφορτισμένοι, θα
ασχοληθούν μέσα στο κτίριο με, την καταπολέμηση της πυρκαγιάς ή τη
διάσωση περιεχομένων μεγάλης αξίας. Οι περισσότεροι κατέχονται από
μικρό ή μεγαλύτερο πανικό και προσπαθούν να βρουν το συντομότερο δρόμο
προς τα έξω. Αν ακολουθηθεί μία τυχαία πορεία, λέμε ότι πρόκειται για
μια «φυσική όδευση», ενώ αν η πορεία είναι προγραμματισμένη και σχεδιασμένη από
το μελετητή λέγεται «όδευση διαφυγής». Είναι μια ιδανική
όδευση, όσο το δυνατό συντομότερη, εύκολα προσπελάσιμη, ελεύθερη από
εμπόδια, από καπνό και καυσαέρια, για να διασχίζεται άνετα, και έτσι
σχεδιασμένη, ώστε να εξυπηρετεί όλα τα σημεία του κτιρίου, όπου μπορεί να
βρεθούν ένοικοι. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την «όδευση διαφυγής» είναι,
οι ένοικοι να στηρίζονται μόνο στις δικές τους δυνάμεις και να μη
διατρέχουν άμεσο κίνδυνο.
Ονομάζεται «κρίσιμος χρόνος», το χρονικό διάστημα από την ανακάλυψη της
πυρκαγιάς μέχρι τη στιγμή που η περαιτέρω διαμονή μέσα στο χώρο
χαρακτηρίζεται επικίνδυνη. Από την άλλη μεριά, «χρόνος αντίδρασης» είναι
το διάστημα από την εκδήλωση της πυρκαγιάς μέχρι τη στιγμή άφιξης του
ατόμου σε ασφαλή χώρο. Αν ο «χρόνος αντίδρασης» είναι μικρότερος από
τον «κρίσιμο χρόνο», έχουμε την περίπτωση ασφαλούς διαφυγής των ενοίκων.
Ο σχεδιασμός των οδεύσεων διαφυγής επηρεάζει γενικά το σχεδιασμό
ενός κτιρίου και συγχρόνως εξαρτάται από αυτόν. Είναι ανέφικτο να
σχεδιασθούν ιδανικές οδεύσεις διαφυγής, γιατί είναι αβέβαια η πρόβλεψη των
ενεργειών των ατόμων σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η όδευση διαφυγής μπορεί θεωρητικά να χωρισθεί σε τρία στάδια:
α) την πρόσβαση
διαφυγής, που είναι το οριζόντιο τμήμα της όδευσης από
τυχόν σημείο του κτιρίου μέχρι μια έξοδο κινδύνου ή ένα πυροπροστατευμένο χώρο,
β) την προστατευμένη οδό διαφυγής, που είναι το οριζόντιο ή το
κατακόρυφο διάστημα της όδευσης, που περιβάλλεται από δομικά στοιχεία,
προκαθορισμένης από τους Κανονισμούς πυραντίστασης και οδηγεί προς
μία εκβολή διαφυγής η μία έξοδο και
γ) την εκβολή διαφυγής, δηλαδή το
διάστημα από το τέρμα της προστατευμένης οδού διαφυγής μέχρι την τελική
έξοδο σε ασφαλή χώρο .
Σαν «έξοδο κινδύνου» ορίζουμε εδώ, το σημείο πέρατος μιας προσβάσεως διαφυγής
και αρχής του «προστατευμένου» τμήματος, ενώ σαν «τελική
έξοδο» εννοούμε το τέρμα της οδεύσεως διαφυγής σε ανοικτό ασφαλή χώρο.
Ασφαλής χώρος θεωρείται συνήθως η ύπαιθρος ή ένας κοινόχρηστος δρόμος. Στα
σύγχρονα υψηλά κτίρια, σαν ασφαλής χώρος θα μπορούσε να
θεωρηθεί ένας άλλος προκαθορισμένος όροφος ή το δώμα του κτιρίου, όπου
σε πρώτη φάση μπορουν να καταφύγουν οι ένοικοι, μέχρι τη χωρίς κίνδυνο
απομάκρυνση τους από τους, πυροσβέστες.
Σχεδιασμός
οδεύσεων διαφυγής
Γενικές αρχές
Ο σχεδιασμός οδεύσεων διαφυγής αναφέρεται αποκλειστικά στην
ασφάλεια των ενοίκων και διέπι.ται από ορισμένες γενικές αρχές:
1. Επαρκής
αριθμός εξόδων κινδύνου χωρίς εμπόδια και με πρόβλεψη
άνετης προσπέλασης.
2. Προστασία των εξόδων κινδύνου από τη φωτιά και τον καπνό για όλη
τη χρονική διάρκεια που πρόκειται να
χρησιμοποιηθούν.
3. Ύπαρξη εναλλακτικής εξόδου με την αντίστοιχη όδευση διαφυγής, για
την περίπτωση που η υπάρχουσα έχει αποκλειστεί από τη φωτιά.
4. Πρόβλεψη διαμερισματοποίησης για δημιουργία προσωρινών χώρων
διαφυγής σε κτίρια που η εκκένωση είναι προβληματική (π.χ. υψηλά κτίρια).
5. Προστασία των κατακόρυφων οπών και ανοιγμάτων για τον περιορισμό
της φωτιάς σε ένα μόνο όροφο.
6. Συστήματα συναγερμού για τους ενοίκους και την Πυροσβεστική Υπηρεσία.
7. Επαρκής φωτισμός για τις εξόδους κινδύνου και για τις οδεύσεις που
οδηγούν σ' αυτές.
8. Ενδεικτικά σήματα των οδεύσεων διαφυγής για την ανεύρεση των εξόδων κινδύνου,
όταν χρειασθεί.
9. Προστασία εγκαταστάσεων και περιοχών με ιδιαίτερο κίνδυνο που μπορεί να
δημιουργήσουν πυρκαγιά ικανή ν' αποκλείσει τις οδεύσεις διαφυγής.
10. Δοκιμαστικές εκκενώσεις του κτιρίου για την ενημέρωση και την εξάσκηση των
ενοίκων στον τρόπο διαφυγής.
11. Έρευνα και έλεγχος των ψυχολογικών παραγόντων που οδηγούν σε
πανικό για τους ενοίκους του συγκεκριμένου κτιρίου.
12. Μέτρα προστασίας για εύφλεκτα εσωτερικά τελειώματα, που μεταδίδουν
επιφανειακά με ταχύτητα τη φλόγα και μπορούν να παγιδεύσουν
τους ενοίκους.
Χαρακτηριστικά ταξινόμησης κτιρίων
Από τη σκοπιά των οδεύσεων διαφυγής, τα κτίρια μπορούν να ταξινομηθούν ανάλογα
με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενοίκων (ηλικία, φύλο,
φυσική και ψυχολογική κατάσταση κ.α,) και τον τρόπο ζωής τους μέσα στο
κτίριο. Έτσι λοιπόν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε:
α) Χώρους εργασίας (Γραφεία, Εργοστάσια, Αποθήκες, κλπ.)
β) Χώρους
συναθροίσεως κοινού
β,) Χώρους αναψυχής (θέατρα, Κινηματογράφοι. Κέντρα
διασκέδασης, Αίθουσες διαλέξεων, Αίθουσες εκθέσεων,
Αθλητικοί χώροι, κλπ.)
β2) Άλλους χώρους συναθροίσεως κοινού (Καταστήματα,
Εστιατόρια. Καφενεία, κλπ.)
γ) Χώρους που κοιμούνται άτομα (Κατοικίες, Ξενοδοχεία,
Ξενώνες, κλπ.)
Ταξινόμηση των κτιρίων μπορεί να γίνει επίσης ανάλογα με το βαθμό
επικινδυνότητας που έχουν τα περιεχόμενα τους (χαμηλός, μέσος, υψηλός).
Οι παράγοντες αυτοί, που διαμορφώνουν το «χρόνο αντίδρασης» και
τον τρόπο αντίδρασης των ενοίκων, πρέπει να παίρνονται σοβαρά υπόψη
στο σχέδιο των οδεύσεων διαφυγής.
Πυκνότητα
ενοίκων
Έχοντας καθορίσει τον τύπο των ατόμων και την πιθανή εικόνα της
αναμενόμενης πυρκαγιάς, χρειάζεται να θεωρήσουμε το μέγιστο πιθανό
αριθμό ενοίκων, που θα κινηθεί για να διαφύγει σ' ένα κτίριο μιας
ορισμένης κατηγορίας. Ο αριθμός αυτός μπορεί μερικές
φορές να είναι προκαθορισμένος (π.χ. κινηματογράφοι, θέοτρα, στάδια, κλπ.).
Στις πιο πολλές περιπτώσεις όμως είναι αόριστος. Γιαυτο οι Κανονισμοί δίνουν συντελεστές πυκνότητας για
τις διάφορες κατηγορίες κτιρίων, ώστε να υπολογίζεται ο πιθανός
(αναμενόμενος) αριθμός ατόμων για ένα κτίριο, ανάλογα με το εμβαδόν της
συνολικής του επιφάνειας. Έτσι οι Βρετανικοί Κανονισμοί δίνουν για:
Χώρους εργασίας: 5,0 - 10,0 m2/άτομο
Χώρους συναθροίσεως κοινού: (θέατρα, Κινηματογράφοι, κλπ.)
0,5 - 1,5 m2/άτομο (Καταστήματα) 2,0 - 7,0 m2/άτομο
(Εστιατόρια - Μπαρ. κλπ.) 0,3 - 1,5 m2/άτομο
Χώρους όπου κοιμουνται άτομα: 10,0 m2/άτομο
Χρόνος
διαφυγής και ταχύτητα κίνησης
θεωρείται γενικά ότι, απαιτείται κατά μέσο όρο ένα χρονικό διάστημα
2 '/2 λεπτών για να φθάσει ένα άτομο που διαφεύγει σ' έναν ασφαλή
πυροπροστατευμένο χώρο. Αυτή η παραδοχή προήλθε κυρίως από την εμπειρία και
τις παρατηρήσεις που έγιναν σε πραγματικές πυρκαγιές. Ο χρόνος διαφυγής
εξαρτάται σ' ένα μεγάλο βαθμό από τη φύση της κατασκευής και ειδικότερα
από τα εσωτερικά τελειώματα, των οποίων η συμπεριφορά απέναντι στη
φωτιά μπορεί να αυξομειώσει αυτή τη μέση τιμή των 2 '/2 λεπτών. Από
παρατηρήσεις σε μαζικές κινήσεις πλήθους έχει βρεθεί ότι, τα άτομα κινούνται με
μια μέση ταχύτητα 12 m/λεπτό σε μια μοναδιαία διάβαση (πλάτος 0,55-0,70 m). Η
ταχύτητα αυτή κίνησης μπορεί ν' αυξηθεί σε ορισμένες
περιπτώσεις μέχρι 18 m/λεπτό. Επομένως, για μια ασφαλή διαφυγή το άτομο δεν
πρέπει να αναγκασθεί να διανύσει απόσταση μεγαλύτερη από 2 1/2 χ 12 = 30 m, ως
2'/2 x 18 = 45 m.
Απόσταση ή μήκος
διαφυγής
Έτσι ορίζεται, η απόσταση που πρέπει να διασχίσει ένα άτομο από ένα τυχόν σημείο
της κάτοψης του κτιρίου, για να φθάσει στην πιο κοντινή έξοδο κινδύνου, την αρχή
δηλαδή της πυροπροστατευμένης οδού διαφυγής.
Η απόσταση διαφυγής μετριέται με την πραγματική πορεία που υποχρεώνεται ν'
ακολουθήσει το άτομο.
Σαν «γεωμετρική» ή «άμεση» απόσταση διαφυγής, ορίζουμε τη συντομότερη διαδρομή
από τυχόν σημείο της κάτοψης προς την αντίστοιχη έξοδο, χωρίς όμως να
λαμβάνονται υπόψη ενδιάμεσα κατασκευαστικά στοιχεία (τοίχοι, κλπ.).
Έτσι στο Σχ. 40, αν με Γ σημειώνονται οι έξοδοι κινδύνου και Α, Α' είναι τυχόντα
σημεία της κάτοψης, τότε οι ΑΓ. Α Γ είναι οι «άμεσες» αποστασίες (μήκη)
διαφυγής, ενώ οι ΑΒΓ. Α Β' Γ είναι οι πραγματικές αποστάσεις διαφυγής.
Συνήθως οι Κανονισμοί ορίζουν τα ελάχιστα επιτρεπόμενα «άμεσα» μήκη διαφυγής για
ένα κτίριο, ανάλογα με τη χρήση του. Το πραγματικό μήκος διαφυγής θεωρείται (αν
δεν καθορίζεται με άλλο τρόπο) 1,5 φορά μεγαλύτερο από το «άμεσο» μήκος
διαφυγής.

Το επιτρεπόμενο πραγματικό μήκος διαφυγής κυμαίνεται από 12 m μέχρι 45 m, αν
ληφθεί υπόψη ότι ο απαιτούμενος χρόνος εκκένωσης καθώς και η ταχύτητα της
κίνησης των ατόμων μεταβάλλεται κατά περίπτωση.
Η πιο δυσμενής περίπτωση είναι, όταν η διαφυγή μπορεί να πραγματοποιηθεί προς
μία μόνον κατεύθυνση (αδιέξοδο). Αυτό φαίνεται στα Σχήματα 41, 42, όπου το μήκος
διαφυγής πρέπει να είναι μικρότερο από 12-18 m, ανάλογα με την περίπτωση Στο
Σχήμα 42 φαίνεται η επέκταση του τμήματος της «προστατευμένης όδευσης διαφυγής»,
για να καλυφθεί η παραπάνω απαίτηση, γιατί λόγω της εσωτερικής διαρρύθμισης των
τοιχοποιιών το πραγματικό μήκος διαφυγής της περιπτώσεως του Σχήματος 41
αυξήθηκε.

Περίπτωση αδιεξόδου φαίνεται και στο Σχήμα 43, για εκτεταμένη κάτοψη με δύο
κλιμακοστάσια, όπου το μήκος διαφυγής μειώνεται στα 12 m.
Τέλος στο Σχήμα 44 φαίνεται η περίπτωση μιας εσοχής σε κάτοψη, όπου από το
σημείο Γ υπάρχει μία μόνο διαφυγή (αδιέξοδο), ενώ από το Β υπάρχουν δύο
εναλλακτικές οδεύσεις προς Α και Δ. Οι περιπτώσεις με δύο εναλλακτικές
δυνατότητες διαφυγής είναι οι πιο ευνοϊκές και επιτρέπουν την αύξηση του
επιτρεπομένου ορίου για το μήκος διαφυγής. Στο Σχήμα 45 φαίνεται η απόσταση
διαφυγής προς δύο κατευθύνσεις (30-50 m) για μια μεγάλη αίθουσα.


Οι εναλλακτικές δυνατότητες πρέπει να σχεδιάζονται έτσι, ώστε να οδηγούν σε
αντίθετες κατευθύνσεις, και οι έξοδοι να τοποθετούνται όσο το δυνατό μακρύτερα η
μία από την άλλη. Επιθυμητή λύση δίνεται, όταν η γωνία που σχηματίζεται από
τυχόν σημείο της κάτοψης προς τις δύο εναλλακτικές εξόδους είναι όσο το δυνατό
πιο αμβλεία και πάντως όχι μικρότερη
των 45°. Τα σχήματα 46, 47 δείχνουν χαρακτηριστικά τον τρόπο της ορθής επιλογής.
Πλάτος και χωρητικότητα οδεύσεων διαφυγής
Το κρίσιμο σημείο στην πορεία των ατόμων, όταν διαφεύγουν, είναι η έξοδος όπου
θα συνωστισθούν προερχόμενοι από διάφορα σημεία του κτιρίου. Το σημείο αυτό,
όπως ορίσθηκε ήδη, είναι το τέλος του α' σταδίου (πρόσβαση διαφυγής) και η αρχή
του β' σταδίου (προστατευμένη όδευση).
Αλλά και στο σύνολο της η όδευση διαφυγής πρέπει να έχει τέτοια άνεση, ώστε να
μη δημιουργείται συνωστισμός και καθυστέρηση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, μία μονάδα
πλάτους (0,55-0,70 m) επιτρέπει εκκένωση 100 ατόμων σε 2'/2 λεπτά.
Αυτό είναι το ελάχιστο επιτρεπόμενο πλάτος μιας όδευσης διαφυγής και συνεπώς και
της αντίστοιχης εξόδου κινδύνου. Το πλάτος της εξόδου αυξάνει ανάλογα με τον
πληθυσμό του κτιρίου. Συνήθως πέρα από το πλάτος 1,1-1,2 m προστίθενται 12 cm
για κάθε 30 άτομα επί πλέον. Αλλά για πληθυσμούς πέρα από 300-350 άτομα,
οπωσδήποτε απαιτούνται περισσότερες της μιας έξοδοι.
Για τον υπολογισμό του μεγίστου πιθανού αριθμού ατόμων του ορόφου ή των ορόφων
που εξυπηρετούν οι οδεύσεις διαφυγής και οι έξοδοι, χρησιμοποιούμε τους
συντελεστές πυκνότητας των Κανονισμών ανάλογα με την κατηγορία του κτιρίου, όταν
φυσικά δεν μπορούμε να τον προβλέψουμε απευθείας.
Για κτίρια με ιδιαίτερους κινδύνους (νοσοκομεία κλπ.), οι απαιτήσεις του πλάτους
και της χωρητικότητας των οδεύσεων διαφυγής και των εξόδων κινδύνου αυξάνουν.
Επίσης, αν υπάρχουν τζάμια στις πόρτες των οδεύσεων διαφυγής, που ακτινοβολούν
θερμότητα και δυσκολεύουν την πορεία των ατόμων, τα απαιτούμενα πλάτη διαδρομών
και εξόδων αυξάνονται.
Κλιμακοστάσια
Τα κλιμακοστάσια αποτελούν κύρια τμήματα των οδεύσεων διαφυγής, κατά κανόνα του
β' σταδίου της «προστατευμένης όδευσης». Ο υπολογισμός του απαιτούμενου
ελαχίστου πλάτους κλίμακας γίνεται, όπως ακριβώς προηγούμενα αναφέρθηκε για τις
οδεύσεις και τις εξόδους με τη διαφορά ότι, υπολογίζεται μια επαύξηση σχετικά με
τον αριθμό ατόμων ενός ορόφου.
Αυτή αφορά κυρίως τους χαμηλότερους ορόφους, οι οποίοι υπολογίζονται και για
πιθανή ύπαρξη συνωστισμού από άτομα των υψηλότερων ορόφων.
Η πιο συνηθισμένη πάντως περίπτωση έχει ενιαίο επαυξημένο πλάτος κλίμακας για
όλο το ύψος του κτιρίου. Το ελάχιστο πλάτος βαθμίδας σκάλας, που αποτελεί τμήμα
οδεύσεως Διαφυγής. είναι 1,10 m. Η ελάχιστη επιτρεπόμενη πυραντίσταση για το
κέλυφος του κλιμακοστασίου είναι '/2 ώρα.
Οι πόρτες που οδηγούν στο κλιμακοστάσιο πρέπει να εμποδίζουν την είσοδο του
καπνού και των φλογών από το χώρο της πυρκαγιάς (πυράντοχες
πόρτες)
με αυτόματους μηχανισμούς κλεισίματος. Σε κτίρια που διαθέτουν ένα μόνο
κλιμακοστάσιο, ή σε υψηλά κτίρια (πάνω από 18 m ύψος) το
κλιμακοστάσιο πρέπει να κατασκευάζεται με πρόσθετα μέτρα πυροπροστασίας. Αυτό
φαίνεται στο Σχήμα 48. όπου στο Α προστίθεται ένας πυροπροστατευμένος
προθάλαμος, στο Β ο προθάλαμος με εξαερισμό και στο Γ
προβλέπεται ένα ανεξάρτητο από το κτίριο κλιμακοστάσιο, που επικοινωνεί με
χωριστό διάδρομο με κάθε όροφο. Στα κλιμακοστάσια πρέπει να εξαφαλίζεται
εφεδρικός φωτισμός για περίπτωση ανάγκης. Ιδιαίτερα προβλήματα παρουσιάζουν τα
κλιμακοστάσια που συνεχίζονται στο υπόγειο της οικοδομής. Είναι απαραίτητη η
ειδική σήμανση, ώστε αυτοί που διαφεύγουν να βγαίνουν έξω από την τελική έξοδο
του ισογείου και να μη συνεχίζουν προς το υπόγειο. Απαιτείται επίσης
πρόβλεψη εξαερισμού.
Οι ανεκλυστήρες και οι κυλιόμενες σκάλες μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και
κάτω από προϋποθέσεις, μπορεί να αποτελέσουν τμήματα οδεύσεων διαφυγής. Οι
κυλιόμενες σκάλες πρέπει να κλείνουν αυτόματα με κατάλληλο μεταλλικό κάλυμα σε
περίπτωση πυρκαγιάς .
Τέλος οι ράμπες επιτρέπονται σαν οδεύσεις διαφυγής, όταν δεν παρουσιάζουν
ολισθηρή επιφάνεια και έχουν συνεχή κλίση όχι μεγαλύτερη του 1:10.
Πόρτες
οδεύσεων διαφυγής
Δύο είναι οι βασικές λειτουργίες μιας πόρτας, από τη σκοπιά της πυροπροστασίας:
α) να εμποδίζει ή να καθυστερεί τη μετάδοση της φωτιάς πριν και κατά τη
διάρκεια της πυρόσβεσης και
β) να παρέχει συνθήκες ασφαλούς διαφυγής των ατόμων εμποδίζοντας την οριζόντια
και κατακόρυφη εξάπλωση του καπνού και των φλογών. Η δεύτερη λειτουργία μπορεί
να διαιρεθεί περαιτέρω:
ί) πόρτες που επιβραδύνουν το πέρασμα της φωτιάς και πρέπει να έχουν κάποιο
βαθμό πυραντίστασης.
ii) πόρτες που εμποδίζουν την εξάπλωση του καπνού και των καυσαερίων στα πρώτα
στάδια ανάπτυξης της φωτιάς.
Μια πόρτα που εξυπηρετεί την (ί) λειτουργία είναι συνήθως κατάλληλη και για την
(ii), αλλά αντίστροφα μια πόρτα της (ii) κατηγορίας δεν είναι υποχρεωτικό
πάντοτε να καλύπτει μια απαιτούμενη από την (i) πυραντίσταση.
Για να εκπληρώσει την αποστολή της μια πόρτα ανάσχεσης καπνού και φωτιάς πρέπει
να παραμένει κλειστή, εκτός φυσικά από την ώρα που χρησιμοποιείται από τους
ενοίκους. Αυτό αποτελεί ένα εμπόδιο στην άνετη κίνηση των ατόμων διαμέσου των
οδεύσεων διαφυγής. Σαν λύση αυτών των δύο αντικρουόμενων απαιτήσεων εφαρμόζεται
η προσθήκη ειδικών μηχανι-
σμών κλεισίματος που, είτε κλείνουν αυτόματα την πόρτα είτε την κλείνουν, όταν η
θερμοκρασία ξεπεράσει κάποιο όριο. Παρόλα αυτά, οι πυράντοχες πόρτες των
οδεύσεων διαφυγής παρουσιάζουν προβλήματα και είναι αναγκαία μια ιδιαίτερη
προσοχή στο σχεδιασμό και τη λειτουργία τους.