Η πυρκαγιά από άποψη καύσης
Η πυρκαγιά ανεξάρτητα των αιτιών της είναι είδος καύσης και συνοδεύεται
από α) καπνό β) φλόγες γ) από διαφοροποίηση της εσωτερικής ενέργειας του
συστήματος. Η εξέλιξη στις περισσότερες πυρκαγιές ακολουθούν 4 στάδια
1. Αρχικό στάδιο πυρκαγιάς. Δημιουργούνται σωματίδια από χημική αποσύνθεση
που έχουν βάρος και μάζα αλλά είναι τόσο μικρά που δεν διακρίνονται από γυμνό
μάτι , ανιχνεύονται όμως με ανιχνευτές ιονισμού.
2. Στάδιο όπου το υλικό σώμα σιγοκαίγεται. Στο στάδιο αυτό η ανάπτυξη της
πυρκαγιάς συνεχίζεται , η ποσότητα των σωματιδίων λόγω καύσης αυξάνει και
όταν τα σωματίδια αυτά γίνουν ορατά με γυμνό μάτι έχουμε καπνό ,που είναι και το
χαρακτηριστικό γνώρισμα του σταδίου. Επειδή δεν υπάρχουν φλόγες και θερμότητα,
ανιχνεύονται με ανιχνευτές καπνού.
3. Στάδιο φλογών. Εδώ η ανάπτυξη της καύσης έχει σαν αποτέλεσμα το καύσιμο
υλικό να φθάσει σε σημείο ανάφλεξης και να δημιουργηθούν φλόγες .Περισσότερος
καπνός βγαίνει και περισσότερη θερμότητα εκλύεται. ενώ μπορεί να μεταδοθεί
ακτινοβολία σε απόσταση. Εδώ χρησιμοποιούνται οπτικοί ανιχνευτές.
4. Στάδιο απόδοσης θερμότητας. Στο στάδιο αυτό παράγονται μεγάλα ποσά
θερμότητας, φλογών , καπνού και τοξικών αερίων. Χαρακτηριστικό του σταδίου είναι
ότι αναπτύσσεται από το στάδιο των φλογών μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και
ανιχνεύεται με καπνού , ιονισμού και θερμοδιαφορικούς ανιχνευτές.
Καύση και ανάφλεξη
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι η φωτιά είναι ένα
πολύπλοκο φαινόμενο που συνίσταται από μια σειρά χημικών αντιδράσεων καύσεων.
Καύση είναι διεργασία παραγωγής θερμότητας λόγω χημικών μεταβολών δηλαδή
αλλοίωση της σύστασης των υλικών σωμάτων. η έναρξη του φαινόμενου της καύσης
ονομάζεται ανάφλεξη.
Περίπτωση οξείδωσης
Καύση είναι η εξώθερμη αντίδραση, ελευθερώνει θερμική
ενέργεια. και έχει να κάνει με την ταχεία οξείδωση ενός καυσίμου. Χρειάζεται
λοιπόν ένα οξειδωτικό μέσο και πάρα πολλές φορές τέτοιο είναι το οξυγόνο του
αέρα. Το φαινόμενο που με πολύ λιγότερη θερμοκρασία ,μπορεί να παρατηρηθεί
ύστερα από παρέλευση πολύ χρόνου, αποτελεί η σιγανή οξείδωση, παράδειγμα
είναι η σκουριά μετάλλων. Πυρκαγιά μπορεί να θεωρηθεί η διαδικασία εκείνη της
καύσης που εκλύει έντονα θερμότητα και φως. Η εκλυόμενη θερμότητα προκαλεί
διαπύρωση ελευθερωμένων συστατικών του καυσίμου και με το τρόπο αυτό παράγεται
φως. Η μορφή και η λαμπρότητα της εξαρτώνται από την φύση των καιόμενων
αερίων καύσης. Οι φλόγες δημιουργούνται από τα καιόμενα υλικά του καυσίμου και
δίνουν ακτινοβόλο ενέργεια και εξαρτώνται από το καπνό που βγαίνει εκείνη την
στιγμή.
Παράγωγα καύσης
Υπάρχουν 4 κατηγορίες παραγώγων καύσης σε μια προσπάθεια
απλής κατάταξης. α) τα αέρια καύσης β) ο καπνός γ) οι φλόγες δ) η θερμότητα.
Αέρια καύσης είναι τα καυσαέρια που μένουν μετά την
απόψυξη στις συνηθισμένες θερμοκρασίες του περιβάλλοντος (π.χ. μονοξείδιο
του άνθρακα).
Καπνός είναι ένα αεριώδης σύστημα όπου συστατικά του είναι
αέρια, ατμοί και αιθάλη (προέρχεται από τον άνθρακα που αποτελεί βασικό
συστατικό των περισσοτέρων υλικών που μπορεί να καούν). Ο χαρακτήρας του καπνού
ποικίλει ανάλογα με την πηγή προέλευσης του.
Φλόγες είναι παράγωγο καύσης και εγκυμονεί κινδύνους
τόσο κατά την άμεση επαφή όσο και από την ακτινοβολούμενη θερμότητα.
Θερμότητα είναι
η ενέργεια που μεταβιβάζεται από ένα υλικό σώμα σε άλλο με ορισμένους τρόπους.
Τρίγωνο και Πυραμίδα πυρκαγιάς
Η πυρκαγιά απαιτεί καύσιμη ύλη, θερμοκρασία, οξυγόνο
(οξειδωτικό παράγοντα). Η συνύπαρξη αυτή λέγεται τρίγωνο πυρκαγιάς. Αν δεν
υφίσταται ένας από αυτούς τους παράγοντες, η καύση σταματά. Για να προλάβουμε
λοιπόν μια πυρκαγιά πρέπει να αποκλείσουμε την συνύπαρξη των 3 αυτών παραγόντων.
Υπάρχουν διάφορες τεχνικές για αυτό το εγχείρημα αλλά δεν είναι πάντα εύκολο.
Είναι δυνατόν η φωτιά να συνεχισθεί και στην περίπτωση
που απομακρυνθεί η πηγή θερμότητας αλλά στο μεταξύ αυτή
ενεργειακά αντικατασταθει από θερμότητα που εκλύεται λόγω του όλου φαινόμενου.

Θερμοκρασία
Φλόγας
Η μέγιστη
θερμοκρασία φλόγας θα μπορούσε (θεωρητικά) να προκύψει
από τέλεια στοιχειομετρική
καύση των στοιχείων καιόμενου υλικού (συστήματος)
με καθαρό οξυγόνο.
Στις
πυρκαγιές συνεισφέρει —κατά κανόνα— το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού
αέρα (που, βασικά, είναι μίγμα οξυγόνου και αζώτου μια και όλα τα άλλα συστατικά
του, εγγενή αέρια κ.λπ., κυμαίνονται γύρω στο 1%) και,
έτσι, η θερμοκρασία φλόγας
είναι οπωσδήποτε μικρότερη από τη μέγιστη
θεωρητική.
Η
θερμοκρασία της φλόγας εξαρτάται από:
—
την ποσότητα θερμότητας που
εκλύεται κατά την καύση της μονάδας
μάζας του καιόμενου
σώματος —θερμογόνο δύναμη καύσιμου (βλ. θερμαντική ικανότητα
καύσιμου)
—
την ενθαλπία του αέρα
καύσης,
—
την ενθαλπία του καιόμενου
σώματος,
—
την ποσότητα και την ειδική
θερμότητα των καυσαερίων
—
την περίσσεια του αέρα
—
την ακτινοβολία από τη φλόγα
και
—
την αφαιτερίωση του
διοξειδίου του άνθρακα και των υδρατμών
Τρόποι Ανάφλεξης
Για να
γίνει ανάφλεξη πρέπει να υπάρχει επαρκής συγκέντρωση καύσιμης
ύλης σε μία (συγκεκριμένη) οξειδωτική ατμόσφαιρα.
Στην
περίπτωση καυσίμων αερίων, ατμών και υγρών είναι δυνατό να
έχουμε δύο ειδών μίγματα (καύσιμης
ύλης σε κατάσταση αερίου-αέρα) εντός
της ατμόσφαιρας: ομογενή ή ετερογενή· μίγματα.
Εύφλεκτο
μίγμα ατμών-αέρα μπορεί να σχηματισθεί επίσης και από
θερμαινόμενο στερεό σώμα όταν,
αποκτώντας ορισμένη θερμοκρασία, επιτρέπει την έκλυση ατμών από την επιφάνεια
του.
Δημιουργία και ανάφλεξη
τέτοιου μίγματος παρατηρείται
στις περισσότερες οργανικές ύλες. Ορισμένα
στερεά, πάντως (κατά κανόνα μέταλλα, άνθρακας), αναφλέγονται ύστερα
από επιφανειακή τους οξείδωση.
Ανασκόπηση
της εμπειρίας αναφορικά με την αναφλεξιμότητα των υλικών,
την οποία επιτρέπει μια αναδρομή στη διαθέσιμη σχετική βιβλιογραφία, δίνει τη
δυνατότητα να γίνει η πιο κάτω (συμπληρωματική και συνοπτική)
μνεία:
Ανάλογα
της κατάστασης της ύλης, η ανάφλεξη μπορεί να συμβεί με
διαφόρους τρόπους και
συγκεκριμένα στα:
α)
στερεά, όταν θερμανθούν σε ορισμένη θερμοκρασία για να αρχίσει η
πυρόλυση τους ή ύστερα από έντονη επιφανειακή οξείδωση
β) υγρά,
όταν εξατμισθεί αρκετή ποσότητα τους και σχηματισθεί μίγμα ατμού-ατμοσφαιρικού
αέρα του οποίου η αναλογία βρίσκεται μέσα σε συγκεκριμένα
όρια (όρια αναφλεξιμότητας).
γ) αέρια,
όταν —και μόνο— υπάρξει μίγμα αέριου-ατμού μέσα στο διάστημα
των ορίων αναφλεξιμότητας (περιοχή αναφλεξιμότητας).
Είναι φανερό ότι η ανάφλεξη των
υλικών εξαρτάται από αρκετές συνθήκες
(π.χ. επιφάνεια για την περίπτωση των στερεών, περιβαλλοντική ρύπανση
κ.λπ.).
Κοντολογίς
στην αναφλεξιμότητα των υλικών ορισμένα χαρακτηριστικά διαδραματίζουν ιδιαίτερο
ρόλο, όπως τα όρια αναφλεξιμότητας, η περιοχή
αναφλεξιμότητας, το σημείο ανάφλεξης, η θερμοκρασία έναυσης, το
σημείο φωτιάς, η θερμοκρασία
αυτογενούς έναυσης ή θερμοκρασία αυτανάφλεξης,
ο αυθορμητισμός της ύλης για να πάρει φωτιά μόνη της (αυτανάφλεξη),
η σταθερότητα και το ασταθές των υλικών. Επίσης, και η παρουσία
ορισμένων ουσιών μπορεί να
συμβάλει θετικά ή αρνητικά στην ανάφλεξη
των υλικών.
Όρια Αναφλεξιμότητας
Όρια
αναφλεξιμότητας (ή όρια εκρηκτικότητας, ή ευανάφλεκτα όρια ή όρια
ευφλεκτικότητας (με τάση επικράτησης του πρώτου όρου) είναι τα
άκρα όρια συγκέντρωσης
καύσιμου σε οξειδωτικό, μέσω των οποίων μία
φλόγα, όταν εισαχθεί,
διαδίδεται σε καθορισμένη θερμοκρασία και πίεση. Για παράδειγμα, μίγμα
υδρογόνου-αέρα διαδίδει τη φλόγα μεταξύ 4% και
74% κατ' όγκο υδρογόνου, σε
21°C και ατμοσφαιρική πίεση.
Η μικρότερη
τιμή είναι το ελάχιστο (κάτω) όριο και η μεγαλύτερη τιμή
είναι το μέγιστο (άνω) όριο
ευφλεκτικότητας.
Με την
αύξηση της θερμοκρασίας του μίγματος, η περιοχή ευφλεκτικότητας πλαταίνει.
Αντίθετα, με μείωση της θερμοκρασίας είναι δυνατό ένα προηγουμένως ευανάφλεκτο
μίγμα να γίνει μη εύφλεκτο, εξερχόμενο
είτε πάνω ή κάτω από τα
όρια ευφλεκτικότητας
ορισμένων περιβαλλοντικών συνθηκών.
Αποδεικνύεται ότι, για υγρά καύσιμα σε ισορροπία με τους ατμούς τους
στον αέρα, υπάρχουν (για κάθε
καύσιμο) μία ελάχιστη θερμοκρασία (πάνω
από την οποία βγαίνει επαρκής
ατμός για σχηματισμό ευανάφλεκτου μίγματος
ατμού-αέρα) και μία μέγιστη θερμοκρασία (πάνω από την οποία η συγκέντρωση του
ατμού είναι πολύ μεγάλη για διάδοση φλόγας)· οι θερμοκρασίες
αυτές αναφέρονται —αντίστοιχα— ως κατώτερο και ανώτερο σημείο
ανάφλεξης στον αέρα.
Το σημείο
ανάφλεξης καύσιμου υγρού μεταβάλλεται (ευθέως) με την
περιβαλλοντική πίεση.
Θερμοκρασία Έναυσης
Οι διάφορες
καύσιμες ουσίες δεν «πιάνουν» φωτιά ούτε αρχίζουν να
καίγονται στην ίδια
θερμοκρασία. Η θερμοκρασία στην οποία μία ουσία ανάβει (καίγεται) είναι
χαρακτηριστικό γνώρισμα της ουσίας, η σύσταση
και οι ιδιότητες της οποίας —ειδικότερα—
αποτελούν τους καθοριστικούς για τη θερμοκρασία αυτή παράγοντες. Η έναυση, ως
καύση, είναι χημική
διεργασία. Για να λάβουν χώρα οι αναγκαίες χημικές αντιδράσεις, τα μόρια που
συνθέτουν την καύσιμη ουσία πρέπει να αποκτήσουν ορισμένη θερμοκρασία
(και αυτό γίνεται με την πρόσδοση θερμικής ενέργειας) προκειμένου να αντιδράσουν
με τον οξειδωτικό παράγοντα (στις πιο πολλές φορές:
να ενωθούν με το ατμοσφαιρικό
οξυγόνο). Στη θερμοκρασία αυτή, που λέγεται
θερμοκρασία έναυσης , η έναυση συνεχίζεται
χωρίς να εισάγεται θερμική
ενέργεια στο καιόμενο σύστημα, γιατί η ουσία
αναδίνει θερμότητα λόγω της
καύσης, η οποία (καύση) γίνεται τελικά αυτοσυντηρούμενη.
Ύστερα από
τις παρατηρήσεις αυτές και επειδή, συχνά στις καύσεις, έχουμε οξειδωτικό
παράγοντα το οξυγόνο του αέρα, είναι δυνατό να ορισθεί ότι θερμοκρασία έναυσης
μιας ουσίας σε στερεή, υγρή ή αέρια κατάστάση
είναι η μικρότερη θερμοκρασία στην οποία η ουσία πρέπει να θερμανθεί στον αέρα
για να αρχίσει ή προκαλέσει αυτοσυντηρούμενη καύση,
ανεξάρτητα του θερμαντικού ή
θερμαινόμενου στοιχείου.
Η
θερμοκρασία έναυσης εξαρτάται από διαφόρους παράγοντες και μπορεί
να αλλάξει σημαντικά όταν αλλάξουν οι συνθήκες. Μερικές από τις
μεταβλητές που επηρεάζουν τη
θερμοκρασία έναυσης των ευαναφλέκτων
υγρών και αερίων είναι η επί της
εκατό σύνθεση του ατμού ή του μίγματος
αερίου-αέρα, η μορφή (σχήμα)
και οι διαστάσεις του χώρου ό,που συμβαίνει
η έναυση, ο ρυθμός και η διάρκεια θέρμανσης, το είδος και η θερμοκρασία
της εναυσματικής πηγής, η κατάλυση ή άλλες επιδράσεις ουσιών
που τυχόν είναι παρούσες, καθώς
και η συγκέντρωση οξυγόνου. Παραπέρα,
υπάρχουν διαφορές στις
μεθόδους ελέγχου της θερμοκρασίας έναυσης (π.χ. στα μεγέθη και σχήματα υποδοχέων,
τη μέθοδο θέρμανσης και την εναυσματική
πηγή) κι, έτσι, δικαιολογείται το γεγονός ότι, από διαφορετικά
εργαστήρια, αναφέρονται
διαφορετικές θερμοκρασίες έναυσης για την ίδια
ουσία.
Η
θερμοκρασία έναυσης καύσιμου στερεού επηρεάζεται από το ρυθμό
της ροής του αέρα, την ταχύτητα
θέρμανσης και το μέγεθος (διαστάσεις) του
στερεού σώματος. Πειράματα έδειξαν ότι, σε μικρών διαστάσεων δοκίμια
στερεών καυσίμων, αύξηση του ρυθμού ροής του αέρα ή της ταχύτητας
θέρμανσης έχει ως αποτέλεσμα η θερμοκρασία
έναυσης να' μειώνεται μέχρι ένα
ελάχιστο και ύστερα να αυξάνει.
Σημείο Φωτιάς
Όταν η θέρμανση ευαναφλέκτων (εύφλεκτων)
και καυσίμων υγρών συνεχίζεται πάνω από το
σημείο ανάφλεξης τους, τα υγρά φθάνουν σε θερμοκρασία
στην οποία η παραγωγή ευαναφλέκτων ατμών είναι σε ισολογισμένο
ρυθμό ως προς το οξυγόνο έτσι που οι ατμοί να συνεχίζουν να καίγονται
ακόμη και εάν αφαιρεθεί /απομακρυνθεί η πηγή ανάφλεξης. Η θερμοκρασία
αυτή χαρακτηρίζεται ως «σημείο φωτιάς».
Η
χαρακτηριστική αυτή ιδιότητα δεν είναι σε μεγάλη χρήση· μπορεί να
θεωρηθεί ότι ορίζει ένα βαθμό
κινδύνου (αν και στην πράξη -γενικά, οι σχετικές
εκτιμήσεις βασίζονται στο σημείο ανάφλεξης) και έχει σημασία στην
περίπτωση των υγρών — με την
έννοια ότι οι θερμοκρασίες των υγρών πρέπει
να τηρούνται κάτω από το σημείο φωτιάς για το σταμάτημα της έκλυσης ατμών. Με το
σκεπτικό αυτό επικρατεί ο ορισμός Σημείο φωτιάς είναι η
χαμηλότερη θερμοκρασία υγρού σε ανοικτό υποδοχέα στην οποία εκλύονται ατμοί
αρκετά γρήγορα για να συντηρήσουν την
καύση. Το
σημείο φωτιάς είναι συνήθως λίγο μεγαλύτερο ανώτερο του σημείου ανάφλεξης.
Αυτανάφλεξη
Με τη
σκιαγράφηση που προηγήθηκε για την ανάφλεξη και την καύση
των υλικών γίνεται σαφές ότι
για να αρχίσουν οι αντιδράσεις καύσης πρέπει
η ύλη να θερμανθεί προκειμένου να αποκτήσει την κατάλληλη για να ανάψει
θερμοκρασία.
Υπάρχουν
επίσης περιπτώσεις (όπως θίξαμε στην αναφορά μας για τη
θερμοκρασία αυτογενούς έναυσης/αυτανάφλεξης) όπου μπορούμε να έχουμε
καύσεις χωρίς τη συνδρομή εναυσματικής πηγής (όταν η απαιτούμενη
θερμότητα γεννιέται μέσα στο
καύσιμο σώμα). Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται
σε μερικά σώματα και λέγεται αυτανάφλεξη (ή αυθόρμητη ανάφλεξη
ή αυθόρμητη καύση). Ο
όρος υποδηλώνει ότι το υλικό
σώμα αναφλέγεται μόνο του, χωρίς να πάρει, δηλαδή, θερμότητα από έξω —χωρίς
εξωτερική θέρμανση ή πυροδότηση—
όταν με αυτοθέρμανσή του η
θερμοκρασία φθάσει τη θερμοκρασία αυτανάφλεξης.
Η όλη διαδικασία είναι είτε χημική ή/και βιολογική.
Μερικά από
τα κυριότερα αίτια που προκαλούν αυτοθέρμανσή/αυτανάφλεξη
των υλικών σωμάτων είναι:
—
η οξείδωση,
—
η χημική ενέργεια-ζυμώσεις,
—
απορρόφηση ορισμένων χημικών
στοιχείων (π.χ. υδρογόνου),
—
επίδραση φωτός ή ραδιενέργειας,
—
συγκέντρωση (μη απαγωγή)
θερμότητας,
—
επίδραση της μάζας (συσσωρεύσεις
υλικών που έχουν ως συνέπεια να
μη κυκλοφορεί αέρας),
—
ο διαμερισμός της ύλης (π.χ.
όταν ο καταμερισμός της ύλης είναι πολύ
λεπτός ή το σώμα
βρίσκεται σε μορφή σκόνης ευνοείται η αυτοθέρμανσή),
—
μηχανική ενέργεια (τριβή,
κρούση κ.λπ.).
Οι
αυταναφέξεις των σωμάτων, γενικά, υποβοηθούνται με την παρουσία
μικρών ποσοτήτων διαφόρων
ουσιών στο περιβάλλον, οι οποίες είτε αυτάναφλέγονται
ευκολότερα ή δρουν καταλυτικά και, μάλιστα, κατά θετικό τρόπο
σε ό,τι αφορά τις χημικές αντιδράσεις που συντελούν στην αυτανάφλεξη.
Λόγω
αυταναφλέξεων έχουν γίνει πολλά ατυχήματα (π.χ. ναυτικά, όπως
σε φορτία βάμβακα, κάνναβι,
άνθρακα) και διαπιστώθηκε ότι, κατά κανόνα,
ήσαν επακόλουθο χημικών
αλλοιώσεων (αυταναφλέξεις π.χ. διαφόρων χημικών
υλών) ή συνθηκών που διευκόλυναν την πρόκληση οξειδώσεων ή
άλλων δράσεων, με τυπικότερες
περιπτώσεις α) την αιώρηση θείου, μετάλλων,
άνθρακα, αλεύρων στον ατμοσφαιρικό αέρα υπό μορφή αρκετά λεπτών
κόνεων (το παράδειγμα είναι
χαρακτηριστικό και για κινδύνους σε εγκαταστάσεις
αναρρόφησης σιτηρών/), β) τη ρύπανση ινών με φυτικά έλαια,
πολλά των οποίων είναι γνωστά
για την ετοιμότητα τους να πάρουν οξυγόνο
από τον ατμοσφαιρικό αέρα επειδή διαθέτουν ακόρεστους δεσμούς και
γ) τις υπερθερμάνσεις εύκολα αναφλέξιμων υλών, όπως είναι δυνατό να γίνει
σε ανθρακοσωρούς που είναι γειτονικοί με θερμούς ατμοσωλήνες.
Από τη
μελέτη των αυταναφλέξεων εξάγεται το συμπέρασμα ότι βασικός παράγοντας για την
αυτόματη ανάφλεξη των σωμάτων είναι η ανάπτυξη και συγκέντρωση μέσα σε αυτά
θερμότητας με ρυθμό ταχύτερο από ότι αυτή μπορεί να διαρρεύσει, σύμφωνα άλλωστε
και με την προσέγγιση στο
ζήτημα που
επιτρέπει η σχέση.
Η Σταθερότητα και το Ασταθές των Υλικών
Η
αναφλεξιμότητα των υλικών εξαρτάται (και) από τη σταθερότητα ή το
ασταθές τους.Από
σταθερότητα (σταθερά υλικά) χαρακτηρίζονται τα υλικά σώματα τα
οποία, κανονικά, έχουν την
ικανότητα να αντιστέκονται σε μεταβολές της
χημικής τους σύστασης όταν πάνω τους επενεργούν αέρας, νερό, θερμότητα,
κρούσεις ή πίεση. Τα σταθερά υλικά μπορεί να καούν. Πολλά στερεά
σώματα είναι σταθερά υλικά.
Από αστάθεια (ασταθή υλικά)
χαρακτηρίζονται τα υλικά σώματα που είναι υποκείμενα σε πολυμερισμό (χημική
αντίδραση με την οποία μόρια συνδέονται μεταξύ τους σχηματίζοντας μεγαλομόρια), αποσύνθεση, συμπύκνωση
ή γίνονται ικανά για να δράσουν μόνα τους (αντιδράσουν αυθόρμητα) όταν πάνω
τους επενεργήσουν αέρας, νερό, θερμότητα, κρούσεις ή πίεση.
Παρουσία Ορισμένων Ουσιών
Ορισμένοι παράγοντες (υπο)βοηθούν
την αναφλεξιμότητα των υλικών και άλλοι όχι, όπως συνάγεται από διάφορες
εκτιμήσεις που είναι δυνατές με τα κριτήρια που παρέχονται στις προηγούμενες σελίδες.
Σε πολλές
περιπτώσεις, η αναφλεξιμότητα των υλικών επηρεάζεται θετικά ή αρνητικά από την
παρουσία ουσιών κυριότερες κατηγορίες των οποίων
αποτελούν, συχνά, οι καταλύτες, οι σταθεροποιητές (παρεμποδιστές/
αναστολείς)
και οι ρυπαντές.
Καταλύτες
είναι ουσίες, που με την παρουσία τους —ακόμη και σε μικρή ποσότητα— επηρεάζουν
σε μεγάλο βαθμό την ταχύτητα της χημικής αντίδρασης, κατά θετικό ή αρνητικό
τρόπο και που δεν μεταβάλλονται λόγω
της αντίδρασης. Ίχνη π.χ. θειικού οξέος μπορούν να προκαλέσουν έντονα
πολυμερισμό της ακεταλδευδης.
Σταθεροποιητές ή παρεμποδιστές (σπανιότερα: αναστολείς) είναι χημικές
ουσίες που προσθέτονται σε μικρές ποσότητες σε ασταθή υλικά
για να παρεμποδίσουν (βίαιες)
αντιδράσεις. Για παράδειγμα, πρόωρος (όπως
στη διάρκεια μεταφοράς) πολυμερισμός του μονομερούς στυρενίου παρεμποδίζεται
με προσθήκη τουλάχιστο 10
ppm
τεταρτοταγούς
βουτυλοκατεχόλης.
Ρυπαντές είναι ουσίες που δεν
βρίσκονται κανονικά στο θεωρούμενο υλικό σώμα,
αλλά προέρχονται από έξω (περιβάλλον του συστήματος). Μερικοί
ρυπαντές (π.χ. άμμος σε χλωριούχο ασβέστιο) μπορεί
—από άποψη κινδύνων σε πυρκαγιά— να είναι επικίνδυνοι.
Οι
επικίνδυνοι (στις πυρκαγιές) ρυπαντές είτε δρουν ως θετικοί καταλύτες των
αντιδράσεων καύσης ή εμπλέκονται (εισέρχονται στις αντιδράσεις)
ενδεχομένως επικίνδυνα σε ότι
αφορά την εξέλιξη της φωτιάς.