|
|
ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ
- ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΧΗΜΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ
ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ
Οι
πυρκαγιές μπορούν να διακριθούν και ταξινομηθούν με διάφορα
κριτήρια, π.χ. σε μεγάλες μεσαίες ή μικρές, ανάλογα της καύσιμης
ύλης κ.λπ.
Ευθύς αμέσως, η πληροφόρηση συνεχίζεται για τις διακρίσεις πυρκαγιών
α) από άποψη μεγέθους και β) σύμφωνα με τη φύση του καύσιμου.
Διάκριση Πυρκαγιών από Άποψη Μεγέθους
Από άποψη
μεγέθους οι πυρκαγιές μπορούν να διακριθούν σε μεγάλες, μεσαίες και
μικρές ως εξής :
α) Μεγάλες είναι εκείνες που καταλαμβάνουν έκταση μεγαλύτερη από 100
τετρ. μέτρα και όγκο καιόμενων υλικών μεγαλύτερο από 25 κυβ. μέτρα·
στις πυρκαγιές αυτές και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν
χρησιμοποιούνται 3 αυλοί ή περισσότεροι
β) Μεσαίες είναι εκείνες που ανεξάρτητα αν καταλαμβάνουν μικρή ή
μεγάλη έκταση προέρχονται από μικρή ποσότητα καύσιμου και απαιτούν
για την κατάσβεση τους 1-2 αυλούς.
γ) Μικρές πυρκαγιές είναι εκείνες που παρατηρούνται στην έναρξη του
φαινόμενου ή καταλαμβάνουν μικρή έκταση και μπορούν να κατασταλούν
με ειδικά ή όχι μέσα (περιλαμβανομένων και των εγκαταστάσεων υψηλής
πίεσης) ή και πρόχειρα μέσα.
Νοούνται οι διάφοροι πυροσβεστικοί αυλοί (μηχανικοί, με δικλείδα, με
προεκτάσεις, ανοικτοί κ.λπ.) η ύπαρξη των οποίων σε διαφόρους χώρους
(όπου εγκυμονείτε κίνδυνος πρόκλησης πυρκαγιάς) είναι απαραίτητη
πριν εκδηλωθεί φωτιά.
Κατάταξη
Πυρκαγιών Σύμφωνα με τη Φύση του Καύσιμου
Ανάλογα της
φύσης του καύσιμου, οι πυρκαγιές μπορούν να διακριθούν
σε κατηγορίες. Τέτοια κατάταξη, που ισχύει σύμφωνα με το
Πρότυπο Ε.Ν.2 [28], βλέπουμε στον Πίνακα (1),
όπου τα γραμματικά σύμβολα έχουν σκοπό την κατάταξη των διαφόρων
πυρκαγιών και την απλούστευση της προφορικής και γραπτής αναφοράς σε
αυτές. Το πρότυπο ΕΝ2 έχει εγκριθεί από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίηση (CEN).

Κατηγορία Πυρκαγιάς
|
Φύση Καύσιμου :
|
Α
Β
C
D
|
Στερεά, συνήθως οργανικής φύσης, όπου η καύση
κανονικά γίνεται με σχηματισμό διάπυρου υλικού.
Υγρά ή υγροποιημένα στερεά
Αέρια
Μέταλλα
|
Πίνακας
1. Χαρακτηρισμός CEN των Κατηγοριών
Πυρκαγιάς.
ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΩΝ
Η ποσότητα
και η ποιότητα του καύσιμου υλικού καθώς και ο χώρος
—από άποψη έκτασης και συνθηκών— στον οποίο διεξάγεται η
καύση καθορίζουν την διεργασία της πυρκαγιάς —ανάπτυξη, εξέλιξη,
εξάπλωση. Τελικά, η φύση του καύσιμου υλικού είναι προσδιοριστική των
προληπτικών και κατασταλτικών μέσων και μέτρων που οι επιχειρήσεις
πρέπει να λάβουν (συνδυαστικά, πάντα, με την
όλη χωροθέτηση των βιομηχανιών, η οποία με τη
σειρά της δημιουργεί και περιβαλλοντικά ζητήματα).
Οι πυρκαγιές εργοστασίων έχουν (και) δυσμενείς οικονομικές
συνέπειες· το γεγονός αυτό συνηγορεί να διατυπωθεί και εδώ ότι η
πρόληψη
έχει πάντοτε λιγότερο κόστος από εκείνο που διαμορφώνουν η
καταστολή και οι συνέπειες των πυρκαγιών
(είτε πρόκειται για άμεσες π.χ. ζημιές μηχανημάτων ή και
—«εμφανίζονται» ως έμμεσες: π.χ. ανασταλτικοί παράγοντες παραγωγής,
λόγω έλλειψης αξιοπιστίας των συστημάτων πυρασφάλειας-/
πυροπροστασίας).
Ο κίνδυνος πυρκαγιάς στα εργοστάσια είναι κάποτε πολύ μεγάλος.
Συνήθως βρίσκονται στους χώρους των εργοστασίων μεγάλες
ποσότητες επικινδύνων χημικών ουσιών ή ετοίμων προϊόντων. Οι ουσίες αυτές,
με τη λογική της τυποποίησης , είναι:
-
στερεές ύλες
π.χ. χαρτί, ξύλο, άνθρακες (γαιάνθρακες),
-
υγρές ή παχύρευστες ύλες π.χ. αλκοόλες (οινόπνευμα),λινέλαιο,
χρώματα, διαλύτες, ρητίνες, βενζίνες, υγρά μεγάλης πτητικότητας,
-
εύφλεκτα αέρια π.χ. φυσικό αέριο, υγραέρια,
-
μέταλλα π.χ. ζιρκόνιο, μαγνήσιο, αλουμίνιο, τιτάνιο, ψευδάργυρος.
Σε περίπτωση πυρκαγιάς πρέπει εκείνοι
που θα μετέχουν στο έργο της αντιμετώπισης της να γνωρίζουν τα μέσα
που υπάρχουν και τα μέτρα που έχουν παρθεί ή που μπορεί να ληφθούν. Αλλά και στις περιπτώσεις
διαρροών όταν δεν έχει ακόμα σημειωθεί πυρκαγιά, οι διαρροές πρέπει
να περιορίζονται χρησιμοποιώντας σφήνες, κλείνοντας επιστόμια ή με
ειδικά συστήματα, όπως π.χ. είναι εκείνα που προσαρμόζονται στα
βυτιοφόρο χερσαία μεταφορικά μέσα, βαγόνια κ.λπ. Χρειάζονται, βέβαια,
προσοχή,ειδική προστατευτική στολή, προσωπίδες (αν το αέριο τυχαίνει
να είναι δηλητηριώδες π.χ. υδροκυάνιο).
Υγρά χυμένα στο έδαφος δεν πρέπει να υπάρχουν. Μικρές ποσότητες
επικινδύνων υγρών μπορεί εύκολα να καλυφθούν με άμμο ή άλλο αδρανές
/απορροφητικό υλικό. Αν οι υγρές χημικές ουσίες δεν αντιδρούν με το
νερό είναι δυνατό να γίνει πλύση του σημείου στο οποίο έχουν χυθεί
τα υγρά.Εάν οι ποσότητες είναι μεγάλες πρέπει να παίρνονται τα μέτρα
που υποδεικνύουν οι ειδικοί (Επιχείρησης, Κρατικών Φορέων,
εμπειρογνώμονες)· εάν υπάρχει πολύ σοβαρός κίνδυνος, το γεγονός
πρέπει να ανακοινώνεται με τα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να
ειδοποιηθούν οι κάτοικοι της περιοχής και οι αρμόδιοι που οφείλουν
να βοηθήσουν στην αποσόβηση των κινδύνων από διαρροές αερίων, υγρών.
Πυρκαγιές Χαρτιού
Το νερό σε
καιόμενο χαρτί δρα αποτελεσματικά. Στις πυρκαγιές χαρτιού όπως και
στις πυρκαγιές ρακών, σανού, χόρτου
ουσιώδες γνώρισμα είναι ότι, ακόμα και μετά από τη κατάσβεση των
φλογών, η εστία βρίσκεται μέσα στο εσωτερικό της καιόμενης μάζας,
όπου
υπάρχει επίσης και η απαραίτητη για τη διατήρηση της καύσης ποσότητα
αέρα. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούνται προϋποθέσεις έκλυσης αερίων
(θερμότητα, διαφυγή αερίων στον ελεύθερο αέρα) με επακόλουθο την
επανάφλεξη των αερίων επί της επιφάνειας του υλικού. Εάν, μάλιστα, η
μάζα είναι σημαντική, το εκτοξευμένο νερό, ανεξάρτητα του όγκου του,
μπορεί να μη φθάνει την κεντρική εστία. Η ύπουλη αυτή συμπεριφορά
τέτοιων πυρκαγιών έχει δύο κοινά χαρακτηριστικά:
— η κατάσβεση, όταν η μάζα είναι σημαντική, πετυχαίνετε μόνο μετά
την αποκάθαρση,
— η αποκάθαρση πρέπει ν' αρχίσει μόλις περιορισθεί η φωτιά.
Στην πράξη, εάν το χαρτί είναι διασκορπισμένο και βρίσκεται στον
ελεύθερο αέρα, η φωτιά προσβάλλεται με συνήθη μέσα και η αποκάθαρση
ενεργείται παράλληλα με την κατάσβεση. Όμως, εάν το χαρτί βρίσκεται
μέσα σε υπόγεια ή παρόμοιους χώρους, λόγω μεγάλης συγκέντρωσης
καπνού, είναι αναγκαία η χρησιμοποίηση αναπνευστικών συσκευών και
συσκευών εξαερισμού· επιβάλλεται να επιχειρείται συγχρόνως κατάσβεση
—αποκάθαρση— εξαερισμός. Δυσκολότερα καίγεται («ανάβει») το χαρτί σε
σωρούς, αλλά συχνά οι σωροί καταρρέουν —γεγονός που δεν πρέπει να
παραβλέπει.
Πυρκαγιές Ξύλου
Βασικά, η
κατάσβεση μιας φωτιάς σε ξυλεία γίνεται με νερό. Εξάλλου ανίχνευση
της φωτιάς, με αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης, είναι πολύ
εξυπηρετική. Πολύ καλό αποτέλεσμα υπάρχει όταν έχει εγκατασταθεί
αυτόματο σύστημα καταιονισμού νερού (sprinkler), ύστερα από μελέτη
των χώρων (αποθήκευσης, επεξεργασίας). Άριστος συνδυασμός είναι η
συνεργεία αυτόματου συστήματος ανίχνευσης πυρκαγιάς και αυτόματου
συστήματος κατάσβεσης.
Στις βιομηχανίες, βιοτεχνίες κ.λπ. κατεργασίας ξύλου οι κίνδυνοι
πυρκαγιάς είναι αυξημένοι και οφείλονται στα πολύ μικρά κομματάκια
ξύλου,
τη σκόνη που αιωρείται καθώς και τα υπολείμματα του που υπάρχουν
στους χώρους των επιχειρήσεων αυτών.
Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις πυρκαγιών ξύλου, στις βιομηχανίες
του, έχει αναγνωρισθεί ως αίτιο η δημιουργία σπινθήρων στα
μηχανήματα κατεργασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η φωτιά λόγω ροκανιδιών, σκόνης
ξύλου κ.λπ. που αιωρούνται στους χώρους μεταδίδεται ακαριαίως. Τα
μέτρα ασφάλειας πρέπει να αποβλέπουν συνεπώς στο να εκλείψουν όλες
οι πηγές δημιουργίας σπινθήρων πράγμα που δεν είναι 100% εφικτό, ως
εκ τούτου η τεχνολογική συνδρομή (π.χ. εγκατάσταση sprinkler) είναι
αναγκαία.
Πυρκαγιές Ανθράκων
Οι πυρκαγιές
ανθράκων παρουσιάζουν αρκετές δυσχέρειες στην κατάσβεση. Η πυρόσβεση
είναι έργο κατά κανόνα δύσκολο και απαιτεί πολύ
χρόνο σε μικρές ακόμα ποσότητες —για παράδειγμα— η κάλυψη των
ανθράκων με άμμο ή χώμα (για να αποκλεισθεί παραπέρα επίδραση
οξυγόνου) δεν εγγυάται, πάντα, την κατάσβεση γιατί εγκλείεται
θερμότητα λόγω αδυναμίας διαφυγής της προς τα έξω. Ορισμένα
πειράματα έδειξαν ότι τα αποτελέσματα πυρόσβεσης ανθράκων με άκαυστα
αέρια, π.χ. διοξείδιο του άνθρακα, δεν ήσαν τα αναμενόμενα. Πολλές
φορές η ρίψη νερού, πάλι, σε καιόμενους άνθρακες απεκάλυψε ότι
μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα (εξάτμιση· εάν σχηματισθεί
μονοξείδιο του άνθρακα: πιθανότητα έκρηξης κ.λπ.)
Πυρκαγιές, πάντως, ανθρακοσωρών αποθηκευμένων σε ανοικτούς χώρους ή
σε αποθήκες σβήνουν όταν αποκαλυφθεί η εστία της φωτιάς (με τη
βοήθεια φτυαριού ή σκαπάνης) και στη συνέχεια ριφθεί νερό επί των
ανθράκων.
Τα προβλήματα που προμνημονεύθηκαν εξηγούν την έμφαση που δίνεται
στην πρόληψη της αυτανάφλεξης, της αυθόρμητης, δηλαδή, καύσης
των ανθράκων, φαινόμενου στο οποίο είναι υποκείμενοι περισσότερο οι
γαιάνθρακες· στην πρόκληση του φαινόμενου σπουδαίο (όχι
αποκλειστικό) ρόλο παίζουν η υγρασία, η θερμοκρασία, η ύπαρξη σκόνης
(κόνεως) ή θείου (πυριτών), το μέγεθος των κομματιών κ.α.
Ως κυριότερα προληπτικά μέτρα, γι' αποφυγή αυτανάφλεξης στους
ανθρακοσωρούς, συνιστώνται:
α) ύψος, το πολύ 3-4μ. και τοποθέτηση μακριά από πηγές θερμότητας.
β) θερμοκρασιακός έλεγχος (θερμοκρασία το πολύ 35°C ή 95°F),
γ) απαγωγή της θερμότητας (με αναμόχλευση κ.λπ.).

Πυρκαγιές υγρών
Βασική Παρατήρηση
Μερικά από
τα είδη αυτά είναι υγρά που έχουν χαμηλό σημείο ανάφλεξης και
προξενούν κινδύνους πυρκαγιάς και έκρηξης σε τυχόν διαρροές.
Αλκοόλες (οινόπνευμα κ.λπ.)
Πολλές
αλκοόλες είναι εύφλεκτες (ευανάφλεκτες). Η αιθυλική αλκοόλη, για
παράδειγμα, πρέπει να γίνει διάλυμα 15% με νερό για να σβήσει η
φωτιά της. Δεν αποκλείεται επίσης αλκοόλες να αντιδράσουν επικίνδυνα
με μερικά χημικά, όπως νιτρικός άργυρος, υπεροξείδιο του υδρογόνου
κ.α. σχηματίζοντας εκρηκτικά μίγματα.
Λινέλαιο
Μπορεί να υποστεί στιγμιαία ανάφλεξη
.
Χρώματα
Γενικά, ο κίνδυνος πυρκαγιάς χρωμάτων οφείλεται στους διαλύτες τους
(βλ. πιο κάτω). Στις επιχειρήσεις (βιομηχανίες βερνικιών κ.λπ.)
πρέπει να επιδιώκεται πυροδιαμερισματοποίηση χώρων (και σε
διαφορετικά διαμερίσματα η εκτέλεση διεργασιών π.χ. ανάμιξη,
αποθήκευση κ.λπ.).
Διαλύτες
Οι κίνδυνοι
πυρκαγιάς των διαλυτών είναι μεγάλοι· πολλές φορές οι φωτιές τους
έχουν πολλά επακόλουθα (τοξικές επενέργειες, ανάπτυξη μεγάλης
ποσότητας θερμότητας κ.λπ. —βλ. βασική παρατήρηση, πιο πριν).
Ρητίνες
Στις φυσικές
ρητίνες περιλαμβάνονται και τα κόμμεα, η χρήση των οποίων ήταν για
μεγάλο χρονικό διάστημα εξαιρετικά πολύτιμη στη βιομηχανία
(χρωμάτων, βερνικιών, μουσαμάδων) κ.λπ. δεδομένου ότι οι συνθετικές
ρητίνες δεν είχαν τις σημερινές εφαρμογές ή δεν είχαν ακόμα
παραχθεί.
Οι φυσικές ρητίνες είναι ισχυρώς ανθρακούχες (πτωχές σε οξυγόνο) και
κατά συνέπεια καίγονται με πολύ καπνό, εάν εξασφαλισθεί αθρόα παροχή
αέρα. Ενώ δεν ρέπουν σε αυτοθέρμανση, έχουν την τάση ν' απορροφούν
οξυγόνο και μπορεί να είναι επικίνδυνες σε επαφή με οξειδωτικούς
παράγοντες π.χ. υπεροξείδιο υδρογόνου· έτσι, σε μίγμα ρητινών και
οξειδωτικών παραγόντων μπορεί να προκληθεί αυτανάφλεξη. Σε μορφή
σκόνης (κόνεως), όπως ορισμένες βιομηχανικές χρήσεις απαιτούν, οι
ρητίνες εγκυμονούν κίνδυνο έκρηξης.
Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις πυρκαγιών η χρήση ομίχλης ύδατος
μπορεί να είναι αποτελεσματική, για τις πυρκαγιές φυσικών ρητινών ή
κόμμεων (ιδιαίτερα όταν τα υλικά αυτά είναι σε μεγάλες ποσότητες)
θεωρείται κατάλληλος ο αφρός.
Πάντως, σήμερα, για την ικανοποίηση ποικίλων αναγκών
χρησιμοποιούνται, όπως είναι γνωστό, ρητίνες που παρασκευάζονται με
χημικές
μεθόδους: οι συνθετικές ρητίνες.
Συνθετικές ρητίνες κυκλοφορούν με ή χωρίς διαλύτη, αλλά και στερεές.
Όταν οι ρητίνες αυτές δεν έχουν διαλύτη ή ευρίσκονται. σε στερεή
μορφή δεν είναι επικίνδυνες για ανάφλεξη. Υπάρχουν, όμως, συνθετικές
ρητίνες που η σκόνη τους, όταν αναμιχθεί με τον αέρα, γίνεται
εύφλεκτη ή
εκρηκτική και το ενδεχόμενο αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Στις
περιπτώσεις που οι συνθετικές ρητίνες περιέχουν διαλύτη και, έχουν σημείο ανάφλεξης, σύμφωνα με το οποίο κατατάσσονται στις
εύφλεκτες ουσίες, πρέπει να τις πυροπροστατεύουμε.
Σε μεγάλη χρήση διαλύτες είναι οι εξής: White Spirit (Ws ή ΤΒ.
ορυκτό τερεβινθέλαιο), Benzol (Β, βενζόλιο), Xylol (Χ, ξυλόλη),
Toluol (Τ, τολουόλη), Isopropanol (Ipa, ισοπροπανόλη), Butanol (but, βουτανόλη) και
τα μίγματα τους.
Σαφής διάκριση μεταξύ ρητινών, που
έχουν διαλύτη από εκείνες που δεν έχουν διαλύτη, δεν υπάρχει.
Συνηθέστερα απαντώνται οι δεύτερες και δίπλα στην εμπορική τους
ονομασία φέρουν τον χαρακτηρισμό 100% ή δεν αναγράφουν τίποτα.
Οι συνθετικές ρητίνες με διαλύτη δηλώνονται με το ποσοστό της
ρητίνης που περιέχουν (αυτό γενικά είναι κάτω του 95%) και το είδος
του διαλυτού, π.χ.: Ρητίνη Α/75% W.S. σημαίνει ρητίνη Α (= κάποιο εμπορικό
όνομα) σαν διάλυμα, σε white Spirit, το οποίο περιέχει 75% ρητίνη
και 25%
White Spirit. Τυπική περίπτωση εύφλεκτης ρητίνης είναι η (αλκυδική)
με το όνομα LIMOPLAST Η 40/60%Χ (όπου η ένδειξη Χ δηλώνει τον διαλύτη, δηλαδή ξυλόλη).
Επίσης απαντάται η ονομασία της συνθετικής ρητίνης, χωρίς την
ένδειξη του διαλύτη, δηλαδή: Ρητίνη Α/75%, που εκφράζει το ίδιο όπως
και στην προηγούμενη διατύπωση.
Γενικά οι συνθετικές ρητίνες κυκλοφορούν με διάφορα ονόματα, τα
οποία δεν προσδιορίζουν τον επικίνδυνο ή όχι χαρακτήρα τους· στις
μεταφορές π.χ. η ρητίνη RU-9611 θεωρείται εύφλεκτο είδος.
Από χημική άποψη, οι συνθετικές ρητίνες υπάγονται σε διάφορες
κατηγορίες, όπως π.χ. αλκυδικές ρητίνες κ.λπ.
Επειδή όπως προαναφέρθηκε κυκλοφορούν συνθετικές ρητίνες με ή χωρίς
διαλύτη, δηλαδή επικίνδυνες για ανάφλεξη ή όχι, επιβάλλεται οι αρμόδιοι π.χ. παραγωγείς, εισαγωγείς και ενδιαφερόμενοι π.χ. έμποροι να
διευκρινίζουν εάν οι ρητίνες είναι, ή όχι, επικίνδυνα είδη.
Βενζίνες
Βασικά, οι
βενζίνες που συναντάμε έχουν σημείο ανάφλεξης μικρότερο από -40°C,
είναι διαφόρων ποιοτήτων —χάρη απλούστευσης των πραγμάτων: απλή,
σούπερ (διάκριση που σε θέματα πυρασφάλειας δεν ενδιαφέρει αφού από
άποψη συμπεριφοράς τους στη φωτιά δεν διαπιστώνεται διαφορά)— και
παραμένουν σε δεξαμενές, όπως και τα πετρέλαια ντήζελ, μαζούτ που με
ένα όνομα χαρακτηρίζονται συχνά υγρά καύσιμα.
Τα υγρά καύσιμα κατατάσσονται (με βάση το σημείο ανάφλεξης) ως εξής:
Κλάση I (Class I, Flammable): καύσιμα με σημείο ανάφλεξης μικρότερο
από 37,8°C.
Κλάση II (Class Π, Combustible): καύσιμα με σημείο ανάφλεξης μεταξύ
37,8°C και 60°C.
Κλάση III (Class III, Combustible): καύσιμα με σημείο ανάφλεξης
μεγαλύτερο από 60°C.
Παραπέρα, τα
καύσιμα υποδιαιρούνται ανάλογα της θερμοκρασίας βρασμού και σε
συνάρτηση με τη θερμοκρασία ανάφλεξης.
Η βενζίνη υπάγεται στην κλάση Ι, το πετρέλαιο ντήζελ στην II κ.λπ.
Είναι λογικό
στις δεξαμενές υγρών καυσίμων να υπαχθούν τα βυτιοφόρο
και οι λοιποί φορείς καυσίμων. Τελικά, οι δεξαμενές αυτές
μπορεί να είναι:
1) Σταθερές που υποδιαιρούνται σε:
Α) Μεγάλες (εγκαταστάσεων) π.χ.
— υπέργειες με κωνική σκεπή (conical roof)
— υπέργειες με πλωτή/επιπλέουσα σκεπή (floating roof)
— υπέργειες με κωνική και επιπλέουσα σκεπή
Β) Μικρές π.χ.
— υπόγειες (κυλινδρικές, κυρίως δεξαμενές πρατηρίων)
— υπέργειες (κυλινδρικές ή ορθογώνιες, δεξαμενές πετρελαίου βιομ.
εγκαταστάσεων, κεντρικής θέρμανσης)
2) Κινητές, όπως:
— βυτιοφόρο
— βαρέλια δοχεία
— ρεζερβουάρ αυτοκινήτων
Βασικοί παράγοντες διασφάλισης των υγρών καυσίμων είναι η προστασία
των δεξαμενών από διάβρωση, η ανακούφιση (εξαεριστικά, βαλβίδες,
αναπνευστικά), η παρεμπόδιση δημιουργίας σπινθήρων (σοβαρό κίνδυνο
έχουμε από στατικό ηλεκτρισμό), η κατάλληλη αποθήκευση, π.χ. στα
βαρέλια, όπου όπως είναι γνωστό δεν υπάρχουν εξαεριστικά, το «ντάνιασμα»
πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο που ο κενός χώρος (ullage),
που υπάρχει στα βαρέλια (μια και λόγοι αυξομείωσης της θερμοκρασίας
επιβάλλουν αυτά να μη γεμίζονται εντελώς), να
μη βρίσκεται κάτω από το πώμα (τα βαρέλια,
δηλαδή, δεν πρέπει να τοποθετούνται όρθια) κ.λπ.
Για την πυρόσβεση επιβάλλεται να υπάρχουν τόσο μόνιμα συστήματα,
όσο και φορητά (πυροσβεστήρες τροχήλατοι και φορητοί αφρού,
διοξειδίου άνθρακα, ξερής σκόνης/ξηράς κόνεως).
Υγρά Μεγάλης
Πτητικότητας
Τα υγρά αυτά
είναι εξαιρετικά επικίνδυνα για πυρκαγιές.
Εύφλεκτα Αέρια
Φυσικό Αέριο
Το αέριο
αυτό είναι μίγμα υδρογονανθράκων ,μικρού μοριακού βάρους,που
περιλαμβάνει ένα μεγάλο ποσοστό μεθανίου και μικρότερα ποσοστά
αιθανίου, προπανίου και βουτανίου. Είναι ελαφρότερο από τον αέρα και
διαχέεται πολύ εύκολα. Για να αναφλέγει χρειάζεται
συγκέντρωση μεγαλύτερη από 3,8 στον ατμοσφαιρικό αέρα, ενώ εάν η
συγκέντρωση είναι μεγαλύτερη από 17% το μείγμα είναι πολύ πλούσιο
και δεν καίγεται
Υγραέρια
Σε αεριώδη
κατάσταση εμφανίζουν παρόμοιους κινδύνους με το φυσικό
αέριο, ενώ σε υγρή κατάσταση έχουν ιδιότητες παρόμοιες με τα
πτητικά
εύφλεκτα υγρά. Το καθαρό υγραέριο είναι ουσιαστικά άοσμο. Για λόγους
ασφάλειας έχει (στους εμπορικούς τύπους υγραερίων) προστεθεί
ουσία (π.χ. αιθυλική μερκαπτάνη)
χαρακτηριστικής οσμής.
Το κατώτερο όριο αναφλεξιμότητας του ατμού υγραερίου είναι γύρω
στο 2-3% και το ανώτερο γύρω στα 8-9%. Μία πολύ μικρή
αναλογία ατμού
υγραερίου στον αέρα επομένως δημιουργεί ένα αναφλέξιμο μίγμα.
Διαρροές, λοιπόν, υγραερίων είναι πολύ επικίνδυνες και, πρέπει, να
διακόπτονται. Αν αυτό δεν γίνει και υπάρχει φωτιά, η κατάσβεση
μπορεί να επιχειρηθεί μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις ασφάλειας
[19]· η κατάσβεση απαιτεί μεγάλες ποσότητες
νερού και προσοχή (π.χ. μπορεί να καταρρεύσει
δεξαμενή όταν κάποιο τμήμα της επιφάνειας υπερθερμανθεί, μαλακώσει,
αδυνατίσει και δεν μπορεί να αντέξει την πίεση του περιεχόμενου).

Μέταλλα
Αναφλεξιμότητα Μετάλλων
Ο κίνδυνος
για ανάφλεξη εξαρτάται από το είδος του μετάλλου, τη φυσική του
μορφή κ.α. παράγοντες.
Σχεδόν κάθε μέταλλο σε μορφή σκόνης (με εξαίρεση τα ευγενή μέταλλα,
το χαλκό, το νικέλιο, το σιδηρομετάλλευμα κ.α.) εκρήγνυται όταν υπάρχει αέρας και πηγή ανάφλεξης.
Ζιρκόνιο, Μαγνήσιο, Αλουμίνιο, Τιτάνιο κ.λπ.
Όσο πιο
μικρά μεταλλικά σωματίδια υπάρχουν τόσο μεγαλύτερη ευφλεκτικότητα
εκδηλώνουν τα μέταλλα.
Ταξινομώντας τις διάφορες σκόνες των μετάλλων ανάλογα με την
ευφλεκτικότητά τους, ισχύει ότι: το ζιρκόνιο, το μαγνήσιο και τα
κράματα του,
το αλουμίνιο και το τιτάνιο είναι τα πιο επικίνδυνα και ακολουθούν:
το μαγγάνιο, ο ψευδάργυρος και το κάδμιο.
Εκτός από το γεγονός ότι η σκόνη ορισμένων μετάλλων είναι εκρηκτική,
πολλά μέταλλα, όπως το μαγνήσιο, αλουμίνιο κ.α., όταν είναι βρεγμένα
με νερό και θερμανθούν, εκλύουν υδρογόνο. Παραπέρα, υπάρχουν μίγματα
μαγνησίου-αλουμινίου με νερό ή αλκοόλες που έχουν περισσότερη
εκρηκτική δύναμη από τις συνήθεις εκρηκτικές ύλες. Είναι
αξιοσημείωτο ότι το μαγνήσιο μέσα σε νερό
είναι ευαίσθητο σε κρούση. Μερικά μέταλλα προκαλούν σπινθήρες όταν
σέρνονται σε τσιμεντένια επιφάνεια ή τρίβονται με
σιδερένια σκουριασμένα κομμάτια. Τονίζεται, επίσης, ότι το
αλουμίνιο, όταν βρίσκεται σε επαφή με τετραχλωριούχο άνθρακα ή
χλωριούχο μεθύλιο, μπορεί να εκραγεί σε
ορισμένες συνθήκες. Οι αναθυμιάσεις καιόμενου ασβεστίου,
ψευδάργυρου, ζιρκονίου και βηρυλλίου είναι πολύ τοξικές —το
τελευταίο εάν εισχωρήσει στο δέρμα προκαλεί καρκινώματα.
Από τη συζήτηση αυτή προκύπτει ότι εύκολα ανευρισκόμενα μέσα ( π.χ.
νερό για το αλουμίνιο, νάτριο, κάλι, κ.λπ.) δεν είναι
κατάλληλα για κατασβέσεις μετάλλων. Ως γενικό συμπέρασμα εξάγεται ότι η καταπολέμηση
πυρκαγιών πολλών μετάλλων είναι δύσκολη.
Για τα περισσότερα μέταλλα, κατάλληλα υλικά πυρόσβεσης
αποδεικνύονται η ξηρά κόνις (όχι διττανθρακικής βάσης για ορισμένα
μέταλλα
π.χ. τινάνιο), ο κονιοποιημένος γραφίτης και αδρανή σώματα -(όπως το
ταλκ). Το διοξείδιο του άνθρακα COi θεωρείται περιορισμένης,
μόνο, αποτελεσματικότητας μέσο για αρκετά τέτοια στοιχεία. Οι
συνθήκες, στις οποίες είναι υποκείμενο ένα μέταλλο, παίζουν, επίσης,
ρόλο στη συμπεριφορά του από άποψη πυροσβεστικού ενδιαφέροντος· όπως
είναι γνωστό, π.χ. από τη Χημεία, στους 800°,
6C το τιτάνιο καίεται σε ατμόσφαιρα αζώτου,
ενώ στρώμα λεπτής του σκόνης μπορεί ν' αναφλέγει εντός καθαρού CO2
στους 680°C.
|