|
 |

Πυροσβεστικά μέσα
Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των πυροσβεστικών
μέσων που διαθέτουν οι επαγγελματίες πυροσβέστες για τον έλεγχο πυρκαγιών
που έχουν ξεφύγει από τις δυνατότητες κατάσβεσης του προσωπικού ενός
εργοστασίου και αυτών που βρίσκονται στη διάθεση του προσωπικού για την
καταστολή μιας πυρκαγιάς στα πρώτα της στάδια.
Ο πυροσβεστικός εξοπλισμός ενός εργοστασίου
διακρίνεται σε σταθερό και φορητό. Ο σταθερός εξοπλισμός σχεδιάζεται για
χειροκίνητη ή αυτόματη λειτουργία. Επίσης, μπορεί να ταξινομηθεί σε
εξοπλισμό γενικής και ειδικών εφαρμογών.
Οι σταθερές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν νερό
και αφρό μεγάλης διόγκωσης είναι κατάλληλες για γενική προστασία, ενώ αυτές
που χρησιμοποιούν άλλα υλικά κατάσβεσης προορίζονται για ειδικές πυρκαγιές,
όπως αυτές που
αφορούν πετρέλαιο και ηλεκτρικό εξοπλισμό. Η επιλογή
και οι θέσεις του σταθερού εξοπλισμού πρέπει να αποφασισθούν στη φάση
σχεδιασμού μιας εγκατάστασης, εφόσον οι αλλαγές κοστίζουν πολύ περισσότερο
στη φάση λειτουργίας.
3.6.1
Μάνικες
Μία
μάνικα είναι γενικώς τυλιγμένη σε ανέμη και κατασκευάζεται από ενισχυμένο
ελαστικό σε μήκη μέχρι 36 m και εσωτερικές διαμέτρους 19-25 mm. Στο ελεύθερο
άκρο της είναι προσαρτημένα μία βαλβίδα και ένα στόμιο.
Η ανέμη μπορεί να είναι σταθερή ή περιστρεφόμενη. Ο
σταθερός τύπος έχει οδηγούς που επιτρέπουν το τράβηγμα της μάνικας χωρίς
συστροφές και στραγγαλισμούς της ροής. Ο περιστρεφόμενος τύπος στρέφεται
προς την κατεύθυνση που τραβιέται η μάνικα.
Στόμια για τις μάνικες διατίθενται σε εσωτερικές
διαμέτρους 4,5-6,5 mm. To μέγεθος του στομίου που θα επιλεγεί εξαρτάται από
τη διαθέσιμη πίεση νερού, εφόσον αυτό πρέπει να εξασφαλίζει ροή νερού
τουλάχιστον ίση με 0,38 L/sec. Ένα στόμιο οπής 4,8 mm απαιτεί πίεση νερού
στo στόμιο 2,5 bar, ενώ ένα στόμιο 6,4 mm πίεση 0,8 bar. Η πτώση πίεσης σε
μία μάνικα μήκους 10 m σε παροχή 0,38 L/sec είναι 0,15 bar για διάμετρο
μάνικας 19 mm και 0,035 bar για διάμετρο 25 mm.
Οι μάνικες πυρόσβεσης κατασκευάζονται συνήθως με
επικάλυψη προστασίας από επικαθίσεις και ηλιακό φως που προκαλούν καταστροφή
τον ελαστικού. Τοποθετούνται με τρόπο που να μην υπάρχει μέρος ενός κτιρίου
σε απόσταση μεγαλύτερη από 6 m από ένα στόμιο, όταν οι μάνικες είναι
απλωμένες.
Η παροχή διαμέσου μιας μάνικας με στόμιο μπορεί να
ελεγχθεί απλά με μέτρηση της μέγιστης οριζόντιας ρίψης του πίδακα. Ένα
στόμιο με τρύπα 4,8 mm δίνει μέγιστη ρίψη 12 m, ενώ ένα στόμιο με τρύπα 6,5
mm δίνει μέγιστη ρίψη 18 m.
Όλο το προσωπικό πρέπει να εκπαιδεύεται στη χρήση
μια μάνικας πυρόσβεσης. Αυτός ο εξοπλισμός απαιτεί κανονική συντήρηση και
έλεγχο τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.
3.6.2
Πυροσβεστικοί κρουνοί (υδρολήπτες)
Οι κρουνοί είναι στόμια μεγάλης διαμέτρου (>64 mm)
που συνδέονται για χρήση από επαγγελματίες πυροσβέστες ή πλήρως εκπαιδευμένο
προσωπικό ενός εργοστασίου. Ορισμένοι κρουνοί, που είναι γνωστοί ως ξηροί
κρουνοί, παραμένουν άδειοι μέχρι τη στιγμή που θα χρησιμοποιηθούν. Αυτοί
χρησιμοποιούνται συνήθως σε ψυχρά κλίματα, όπου το νερό μπορεί να παγώσει.
Οι υγροί κρουνοί διατηρούνται γεμάτοι με νερό συνεχώς. Οι κρουνοί μπορούν να
εξοπλισθούν με κατάλληλους υποδοχείς, όπου οι πυροσβέστες συνδέουν μία
τροφοδοσία ενός μέσου παραγωγής αφρού, που αναμιγνύεται με το νερό μέσα στη
μάνικα.
3.6.3 Αυτόματοι
καταιονιστήρες
Οι αυτόματοι καταιονιστήρες αποτελούνται από ένα
σύστημα σωλήνων, στομίων ψεκασμού και βαλβίδες ενεργοποιούμενες με θέρμανση
με τα οποία ανιχνεύεται αυτόματα μια πυρκαγιά, δίνεται το σήμα του
συναγερμού και απελευθερώνεται νερό στην πυρκαγιά. Αυτά τα συστήματα είναι
χρήσιμα σε αποθήκες και άλλους χώρους που αφήνονται χωρίς παρακολούθηση
καύσιμα υλικά. Το κόστος της εγκατάστασης αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό
από τη μείωση των ασφαλίστρων σε μια ασφαλιστική εταιρία.
Τέτοια συστήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και
στην εξωτερική επιφάνεια κτιρίων και δεξαμενών για να τα προστατεύουν από
μια κοντινή πυρκαγιά.
3.6.4 Συστήματα
αφρού
Ένα σύστημα αφρού αποτελείται από ένα ή
περισσότερους μηχανισμούς παραγωγής αφρού, που είναι συνδεμένοι με κοντούς
αγωγούς σταθερής διατομής στην οροφή ενός χώρου. Ο αφρός που παράγεται έχει
πολύ μικρή πυκνότητα, αλλά αρκετή σταθερότητα, ώστε να μη καταρρέει αμέσως,
όταν εκτίθεται σε μια πυρκαγιά.
Ο αφρός μπορεί να είναι γεμάτος με διοξείδιο του
άνθρακα αντί για αέρα. Ο σκοπός του αφρού γενικά είναι να καλύψει και να
καταπνίξει μια πυρκαγιά, εμποδίζοντας την επαφή καυσίμου και οξυγόνου.
Τα συστήματα αφρού είναι σχετικά νέα και
χρησιμοποιούνται κυρίως για την προστασία υπογείων και σηράγγων, στα οποία η
πρόσβαση είναι δύσκολη σε συνθήκες πυρκαγιάς. Παράγονται, είτε από έτοιμα
διαλύματα γαλακτοματοποιητή και διοξείδιο του άνθρακα, είτε από ειδικές
συσκευές της Πυροσβεστικής που δημιουργούν το λεγόμενο πρωτεϊνικό αφρό.
Ο πρωτεϊνικός αφρός είναι κατάλληλος για υγρά
αδιάλυτα σε νερό, αλλά καταρρέει σε επαφή με υγρά που διαλύονται στο νερό,
όπως οι αλκοόλες. Για τις περυττώ-σεις αυτές υπάρχουν ειδικοί σταθεροί
αφροί, που κοστίζουν όμως περισσότερο.
3.6.5 Αδρανή
αέρια
Αυτά τα αέρια πρέπει να χρησιμοποιούνται με μεγάλη
προσοχή σε εσωτερικούς χώρους όπου πιθανόν να υπάρχουν άνθρωποι, λόγω της
ασφυκτικής τους δράσης με τη μείωση της περιεκτικότητας του αέρα σε οξυγόνο.
Τα πυροσβεστικά συστήματα αδρανών αερίων
αποτελούνται από μια δεξαμενή αερίου με πίεση (συνήθως σε κυλίνδρους), ένα
σύστημα σωληνώσεων και βαλβίδων και ένα αυτόματο ανιχνευτή που ενεργοποιεί
τις κατάλληλες βαλβίδες μόλις ανιχνεύσει μια πυρκαγιά. Είναι δυνατό, επίσης,
να κλείνει πόρτες και αγωγούς εξαερισμού. Αυτά τα συστήματα βασίζονται στη
μείωση της περιεκτικότητας
του αέρα σε οξυγόνο ή/και στην
παρεμπόδιση των χημικών αντιδράσεων μέσα στη φλόγα.
Τα περισσότερα από τα αέρια
που χρησιμοποιούνται είναι κατάλληλα για ηλεκτρικό εξοπλισμό και
εγκαταστάσεις που υπάρχουν εύφλεκτα υγρά. Τέτοια συστήματα είναι ιδιαίτερα
κατάλληλα για την προστασία πολυτίμου εξοπλισμού που καταστρέφεται από νερό
ή αφρό, όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Για καλύτερη λειτουργία τέτοιων
συστημάτων είναι προτιμότερο οι χώροι που προστατεύονται να είναι
αεροστεγείς και να απομονώνονται από τον έξω χώρο μόλις εκδηλωθεί μία
πυρκαγιά. Οι εγκαταστάσεις διοξειδίου του άνθρακα απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή
για την αποφυγή κίνδυνων ανάφλεξης με στατικό ηλεκτρισμό .

3.6.6 Ξηρή
σκόνη
Τα συστήματα πυρόσβεσης με ξηρές σκόνες
χρησιμοποιούν μίγματα τριών κυρίως συστατικών:
•
Όξινο ανθρακικό νάτριο και
κάλιο που
απελευθερώνουν με θέρμανση διοξείδιο του άνθρακα. Εξουδετερώνουν επίσης τις
όξινες ουσίες που εκλύονται κατά την καύση και προστατεύουν έτσι τον
εξοπλισμό από όξινη προσβολή. Το όξινο ανθρακικό κάλιο θεωρείται πιο
αποτελεσματικό στον τερματισμό των αντιδράσεων ελευθέρων ριζών μέσα στη
φλόγα.
• Ορισμένα άλατα σε λεπτομερή διασπορά που
απορροφούν ισχυρά τη θερμική ακτινοβολία, ψύχοντας έτσι και σβήνοντας σε
μερικές περιπτώσεις μια πυρκαγιά.
• Αντισυσσωματικά μέσα που επιτρέπουν την
ελεύθερη ροή της σκόνης.
Οι εγκαταστάσεις ξηρής σκόνης περιλαμβάνουν ένα
δοχείο ξηρής σκόνης, στο οποίο είναι συνδεμένος ένας κύλινδρος αδρανούς
αερίου (συνήθως διοξειδίου του άνθρακα), σωληνώσεις και χοάνες πάνω από τις
επικίνδυνες θέσεις. Είναι κατάλληλες για εύφλεκτα υγρά, ηλεκτρικό εξοπλισμό
και διεργασίες που περιλαμβάνουν στερεά ευαίσθητα σε νερό ή αφρό.
3.6.7 Φορητές
συσκευές
Οι φορητοί πυροσβεστήρες είναι μικρογραφίες των
συστημάτων που περιγράφτηκαν παραπάνω και διακρίνονται σε πυροσβεστήρες
νερού, σκόνης, αφρού, διοξειδίου του άνθρακα και πτητικών αλογονανθράκων. Η
κατάταξη τους γίνεται ανάλογα με το τύπο της φωτιάς και τα υλικά τα οποία
εμπλέκονται σε αυτή . Ο τύπος του προσβεστήρα που θα τοποθετηθεί σε μια
εγκατάσταση πρέπει να είναι σχετικός με τον κίνδυνο ο οποίος υφίσταται σε
αυτήν. Για παράδειγμα, διαφορετικό είδος πυροσβεστήρα θα πρέπει να
χρησιμοποιηθεί για εύφλεκτα υγρά από ότι για ηλεκτρολογικό εξοπλισμό.
Όλο το προσωπικό ενός εργοστασίου πρέπει να είναι
σε θέση να αναγνωρίσει και να χρησιμοποιήσει αυτόν τον εξοπλισμό και αυτό
μπορεί να επιτευχθεί με περιοδικές ασκήσεις κατάσβεσης μικρών πυρκαγιών.
Οι πυροσβεστήρες νερού εκτοξεύουν νερό με τη
βοήθεια ενός φυσιγγίου πεπιεσμένου αερίου, με έκλυση διοξειδίου του άνθρακα
από την αντίδραση διαλύματος όξινου ανθρακικού νατρίου και διαλύματος οξέος
(συνήθως θειικού αργιλίου) ή με τη βοήθεια χειροκίνητης αντλίας. Έχουν
χωρητικότητες 4-10 L και εκτοξεύουν νερό σε απόσταση μέχρι 10 m. Ένας ή δύο
πυροσβεστήρες, ανάλογα με το μέγεθος τους, μπορούν να προστατεύσουν μία
έκταση περίπου 220 m2, με τους περιορισμούς που
αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τα είδη πυρκαγιών που μπορούν να
αντιμετωπισθούν με νερό. Κατά τη χρήση τους στοχεύουμε τη βάση των φλογών
(Σχ. 3.5).
Οι πυροσβεστήρες αφρού ενεργοποιούνται με
φυσίγγια αερίων ή έκλυση αερίων από χημικές αντιδράσεις. Διατίθενται σε
χωρητικότητες 4-10 L και έχουν εμβέλεια περίπου 7 m. Για 1 m2 καιόμενου
υγρού απαιτούνται συνήθως 10 L αφρού. Χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις που
ακίνητο υγρό καίγεται αρκετή ώρα και έχει θερμανθεί σημαντικά, αλλά δεν
είναι αποτελεσματικοί σε κινούμενα, οριζόντια ή κατακόρυφα, υγρά. Ο αφρός
άγει το ηλεκτρικό ρεύμα και συνεπώς τέτοιοι πυροσβεστήρες δεν
χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές πυρκαγιές. Τα περισσότερα υδατοδιαλυτά υγρά
καταστρέφουν τους συνηθισμένους αφρούς. Κατά την κατάσβεση δεν κατευθύνουμε
ποτέ τον αφρό απ' ευθείας πάνω στο καιόμενο υγρό, γιατί μπορεί να το
παρασύρουμε έξω από το δοχείο του. Στοχεύουμε μια στερεή διπλανή του
επιφάνεια, με τρόπο που ο αφρός να πέφτει πάνω στο υγρό ή απομακρυνόμαστε σε
τέτοια απόσταση, ώστε ο αφρός να πέφτει από ψηλά πάνω στο υγρό (Σχ. 3.6).

Οι
πυροσβεστήρες ξηρής σκόνης
κατασκευάζονται με χωρητικότητες
2-10 kg σκόνης και ενεργοποιούνται με φυσίγγιο αερίου. Η εμβέλεια τους
φθάνει τα 3-6 m. Είναι οι καταλληλότεροι για πυρκαγιές ακίνητων και
κινουμένων υγρών, γιατί σβήνουν άμεσα τις φλόγες, και μπορούν να
χρησιμοποιηθούν σε ηλεκτρικές πυρκαγιές. Σε αντίθεση όμως με τους
πυροσβεστήρες αφρού που έχουν μια κατασβεστική ικανότητα διάρκειας με την
ψύξη που προκαλούν, αυτοί οι πυροσβεστήρες δεν προστατεύουν από
αναζωπυρώσεις πυρκαγιών υγρών που έχουν υπερθερμανθεί. Απαιτούνται περίπου 2
kg ξηρής σκόνης για την κατάσβεση υγρής πυρκαγιάς επιφάνειας 1 m2
(Σχ. 3.7).
Οι πυροσβεστήρες διοξειδίου τον άνθρακα
πρέπει να
χρησιμοποιούνται με προσοχή μέσα σε κτίρια, λόγω του κίνδυνων ασφυξίας του
προσωπικού και των κίνδυνων ανάφλεξης ατμών εύφλεκτου υγρού από το στατικό
ηλεκτρισμό που δημιουργείται στο ακροφύσιο κατά την εκτόνωση του αερίου.
Έχει πιο γρήγορα, αλλά παροδικά αποτελέσματα, από τον αφρό και
χρησιμοποιείται συχνά πριν από την εφαρμογή του τελευταίου. Έχει καλά
αποτελέσματα σε μικρές πυρκαγιές κινούμενων υγρών. Το κύριο πλεονέκτημά του
σε σχέση με τον αφρό και τη σκόνη είναι η αποφυγή καταστροφών του
εξοπλισμού. Το περιεχόμενο διοξείδιο του άνθρακα είναι σε μορφή υγρού και
πρέπει να χρησιμοποιούνται όρθιοι γιατί σε αντίθετη
περίπτωση αντί για αέριο εκτοξεύονται
χιόνι και κόκκοι διοξειδίου του άνθρακα (ξηρός πάγος). Διατίθενται σε
χωρητικότητες 1-6 kg και έχουν εμβέλεια 1-3 m.

Σχήμα 3.7: Χρησιμοποίηση φορητών πυροσβεστήρων ξηρής σκόνης και
εξατμιζόμενου υγρού.
|