Ένα
σύγχρονο σύστημα πυροπροστασίας περιλαμβάνει απαραίτητα ένα
επαρκές δίκτυο πυρανιχνευτών, που θα είναι κατάλληλοι για την
κάθε περίπτωση και θα εξασφαλίζουν επαρκή αξιοπιστία. Η
πυρανίχνευση (δηλαδή η διέγερση ενός κατάλληλου αισθητηρίου
συστήματος), θα έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα τη σήμανση (οπτική,
ακουστική κ.λπ) και παράλληλα, αν υπάρχει σχετική εγκατάσταση,
θα θέσει σε λειτουργία τον μηχανισμό κατασβέσεως.
Η πυρανίχνευση βασίζεται σε ειδικούς ανιχνευτές (ιονισμού,
θερμοκρασίας, φλόγας, ορατού καπνού ή θερμοδιαφορικούς) και τα
κομβία (μπουτόν) που τοποθετημένα σε επίκαιρα σημεία θα
επιτρέπουν τόσο την αυτόματη όσο και την ημιαυτόματη λειτουργία
του συστήματος.
Οι ανιχνευτές αυτοί και τα κομβία συναγερμού πυρκαγιάς,
συνδέονται με ηλεκτρικούς αγωγούς με τα κέντρα ανιχνεύσεως. Τα
κέντρα ανιχνεύσεως τοποθετούνται σε επιλεγμένα σημεία μετά από
προσεκτική μελέτη του συγκεκριμένου κτιριακού συγκροτήματος ή
των συγκροτημάτων.
Οι ηλεκτρικοί αγωγοί του δικτύου ανιχνευτών πυρκαγιάς και των
κομβίων, είναι τύπων ΝΥΑ, ΝΥΜ και ΝΥΥ. Γενικότερα οι ηλεκτρικοί
αγωγοί του συστήματος ανιχνεύσεως πυρκαγιάς αποτελούν τελείως
ανεξάρτητο δίκτυο σε κάθε κτιριακό συγκρότημα. Τοποθετούνται,
ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες και τις περιστάσεις ή ορατοί με
στηρίγματα στους τοίχους ή εντοιχίζονται ή μέσα σε χωριστό
δίκτυο σωληνώσεων.
Ο ανιχνευτές πυρκαγιάς τοποθετούνται επί της οροφής του χώρου
τον οποίο πρόκειται να προστατεύσουν. Σε χώρους, διαδρόμους,
κ.λπ. όπου υπάρχουν ψευδοροφές μπορούν να τοποθετηθούν πάνω ή
κάτω άπαυτες ανάλογα με την μελέτη. Οι ανιχνευτές συνδέονται
στο μεν σύστημα WM-/DM «εν σειρά» (με τάση λειτουργίας ανά
ανιχνευτή 24 V), στο δε σύστημα ΙΜ «εν παραλλήλω» (με τάση
λειτουργίας 220 V).
Κάθε ομάδα ανιχνευτών αποτελεί ιδιαίτερο βρόγχο που καταλήγει
στο κέντρο ανιχνεύσεως πυρκαγιάς και το κύκλωμα διαρρέεται
μονίμως από τάση Σ.Ρ. (Συνεχούς Ρεύματος). Ομοίως ανά ομάδες,
ανεξάρτητες από αυτές των ανιχνευτών, είναι συνδεδεμένα τα
κομβία συναγερμού και αποτελούν ιδιαίτερους βρόγχους που
καταλήγουν στο κέντρο ανιχνεύσεως πυρκαγιάς, διαρρεόμενοι και
αυτοί από Σ.Ρ.
Στον ίδιο βρόγχο μπορούν να συνυπάρχουν ανιχνευτές όλων των
χρησιμοποιουμένων, στην εγκατάσταση τύπων.
Κάθε ανιχνευτής φέρει ενσωματωμένο στη βάση του ενδεικτικό
λαμπτήρα «νέον» που αναβοσβήνει και ο οποίος τίθεται σε τάση
αμέσως μόλις διεγερθεί ο ανιχνευτής, ώστε να εντοπίζεται εύκολα
η πηγή της διεγέρσεως (σχετικός ανιχνευτής) και επομένως η εστία
της πυρκαγιάς.
Εφόσον απαιτείται επανάληψη του σήματος (αναβόσβημα) μακριά από
τον ανιχνευτή χρησιμοποιείται φωτεινός επαναλήπτης που συνδέεται
με τη βάση του ανιχνευτή με καλώδια. Για τον ασφαλέστερο
εντοπισμό του ανιχνευτή ενός βρόχου που έχει διεγερθεί, δεν
πρέπει να είναι δυνατό το ταυτόχρονο αναβόσβημα του λαμπτήρα
άλλου ανιχνευτή του ίδιου βρόγχου.
Οι ανιχνευτές μόλις αυτόματα διεγερθούν και τα κομβία μόλις
πιεσθούν με το χέρι, επιτρέπουν στιγμιαία διέλευση ρεύματος.
Αυτό αναγγέλλεται στο «Κέντρο» σαν «συναγερμός», οπτικός και
ακουστικός. Ο «συναγερμός» αυτός, τόσο ο οπτικός όσο και ο
ακουστικός, μέσω τηλεφωνικών καλωδίων μπορεί να τηλεμεταδοθεί
και σε άλλο πίνακα και μάλιστα στην Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τυχόν διεγερθείς ανιχνευτής
επαναφέρεται σ ετοιμότητα μόνο μετά από επέμβαση στο «Κέντρο»
(π.χ. πίεση κομβίου) ώστε να είναι δυνατός ο άμεσος εντοπισμός
ακόμη και της παροδικής επιδράσεωνα αερίων καύσεως επί των
ανιχνευτών.
Σε περίπτωση διακοπής του καλωδίου ενός βρόγχου, διακόπτεται και
η ροή του ρεύματος.
Στους χώρους όπου προβλέπονται τοποθετήσεις μερικών
επαναληπτικών πινάκων μπορεί να υπάρχει επανάληψη των οπτικών
σημάτων λειτουργίας, συναγερμού, βλάβης και εφεδρικής
τροφοδοσίας καθώς και των ηχητικών σήμα των συναγερμού και
βλάβης.
Είδη πυρανιχνευτών
Ένα από τα κύρια τμήματα μιας εγκαταστάσεως πυρανιχνεύσεως, είναι
οι αυτόματοι πυρανιχνευτές, που συνήθως κατατάσσονται στις
παρακάτω κατηγορίες:
Ανιχνευτές ιονισμού: Αντιδρούν στα ορατά και αόρατα προϊόντα της
καύσεως. Κατά ένα τρόπο λειτουργούν όπως η μύτη μας, δηλαδή
«μυρίζουν» τον καπνό. Οι ανιχνευτές ιονισμού έχουν ευρύτατες
εφαρμογές, π.χ. μεγάλα καταστήματα, βιομηχανίες, ξενοδοχεία,
νοσοκομεία, δημόσια κτίρια κ.λπ.
Ανιχνευτές μέγιστης θερμοκρασίας: Αντιδρούν όταν η θερμοκρασία
του αέρα ενός χώρου φθάσει ένα προκαθορισμένο σημείο (ανάλογα με
τη χρήση) π.χ. 70°C. Οι δυνατότητες εφαρμογής τους είναι
περιορισμένες. Για να φθάσει
η θερμοκρασία σ'αυτό το ύψος, χρειάζεται συνήθως να προχωρήσει η
διαδικασία της καύσεως. Χρησιμοποιούνται σε πολύ σπάνιες
περιπτώσεις. Μια πιθανή εφαρμογή τους είναι σε μηχανοστάσια
κεντρικής θέρμανσης.
Ανιχνευτές θερμοδιαφορικοί: Αντιδρούν όταν η θερμοκρασία μέσα σε
προκαθορισμένα χρονικά όρια ανεβαίνει π.χ. 10°C. Και εδώ
συναντούνται τα ίδιο μειονεκτήματα όπως στους ανιχνευτές
μέγιστης θερμοκρασίας. Χρειάζεται δηλαδή φωτιά σχετικά μεγάλων
διαστάσεων. Χρησιμοποιούνται μόνον εκεί που ένας ανιχνευτής
ταχείας αντίδρασης δεν ενδείκνυται, για λόγους που σχετίζονται
με τη χρήση του χώρου και τις συνθήκες λειτουργίας των
εγκαταστάσεων. Οι θερμοδιαφορικοί ανιχνευτές χρησιμοποιούνται
όμως συχνά σε συνδυασμό με ανιχνευτές ιονισμού, για να θέτουν σε
λειτουργία αυτόματες εγκαταστάσεις κατασβέσεως.
Ανιχνευτές φλόγας: Ανιχνεύουν οπτικά τη φλόγα και αντιδρούν στη
συχνότητα της πάλμωσης που παρουσιάζει. Χρησιμοποιούνται πάντα
σε συνδυασμό με ανιχνευτές ιονισμού, ιδιαίτερα σε χώρους πολύ
ψηλούς όπως υπόστεγα αεροπλάνων και μεγάλες αποθήκες. Σε χώρους
ύψους 15 m, ο ανιχνευτής φλόγας μπορεί, ανάλογα με την ανάπτυξη
της φωτιάς, να ενεργοποιηθεί πριν φθάσουν
στην οροφή αισθητές ποσότητες αερίων καύσεως.
Ανιχνευτές ορατού καπνού: Αντιδρούν όμοια με το ανθρώπινο μάτι,
αλλά «αντιλαμβάνονται» μόνο ένα μικρό φάσμα του καπνού.
Χρειάζεται καπνός έστω ανοικτού χρώματος, όμοιος με αυτόν που
είναι ορατός από το ανθρώπινο μάτι.
Χρησιμοποιούνται για την προστασία ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων
και συσκευών, πάντα σε συνδυασμό με ανιχνευτές ιονισμού (π.χ. σε
τηλεφωνικά κέντρα, σήραγγες καλωδίων, ηλεκτρονικούς
υπολογιστές).
Πολύ σημαντικό είναι, όλοι οι τύποι ανιχνευτών που θα
χρησιμοποιηθούν (ή μπορεί μελλοντικά να χρησιμοποιηθούν) σε μια
εγκατάσταση πυροπροστασίας, να μπορούν να τοποθετηθούν στην ίδια
βάση. Δηλαδή να είναι δυνατή η αλλαγή ενός ανιχνευτή με άλλον
καταλληλότερο, χωρίς επέμβαση στην εγκατάσταση της πυρανίχνευσης
μετά την ολοκλήρωση της, ή την πιθανή τροποποίηση της χρήσεως
του χώρου, οπότε θα χρειαστεί προσαρμογή σε ενδεχόμενους νέους
κινδύνους πυρκαγιάς.
Οι βάσεις των ανιχνευτών, ανάλογα με τον χώρο που τοποθετούνται,
μπορεί να είναι απλές, ανθυγρές, εξωτερικές, χωνευτές,
αντιεκρηκτικές κ.λπ.
Σε πολλές περιπτώσεις όταν στο κτίριο υπάρχουν «φύλακες», οι
πυρανιχνευτές δίνουν ένα «πρώτο» περιορισμένης εκτάσεως
συναγερμό. Οι «φύλακες» εντοπίζουν σε ειδικό πίνακα τη θέση και
την αιτία του συναγερμού. Εφόσον διαπιστώσουν ότι η αιτία του
συναγερμού είναι σοβαρή και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί άμεσα
με πρόχειρα μέσα προχωρούν σε «γενικό συναγερμό» μέσω ειδικών
κομβίων που βρίσκονται σε επίκαιρα σημεία του κτιρίου.
Εκλογή πυρανιχνευτή
Όπως ήδη συνοπτικά παρουσιάστηκε, η διέγερση των πυρανιχνευτών
βασίζεται στην άνοδο της θερμοκρασίας (θερμικοί ανιχνευτές) ή
την εμφάνιση φλόγας (ανιχνευτές φλόγας) ή την παρουσία αεριωδών
προϊόντων της καύσεως (ανιχνευτές ορατού και λευκού καπνού),
δηλαδή διεγείρονται με κάποιο από τα στοιχεία εκείνα, που γενικά
φανερώνουν την ύπαρξη φωτιάς.
Το είδος του ανιχνευτή που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από τα
υλικά και τα αντικείμενα του χώρου καθώς και το είδος της
πυρκαγιάς που αναμένεται με λογική πιθανότητα. Αφετηρία λοιπόν
της επιλογής αποτελούν το περιεχόμενο και η πιθανή χρήση των
χώρων.
Η αναλυτική εξέταση της πιθανής πυρκαγιάς και των προϊόντων της,
οδηγεί στο είδος των ανιχνευτών που θα χρησιμοποιηθούν. Αν π.χ.
σ'ένα χώρο περιέχεται ξύλο ή χαρτί ή ύφασμα, σε περίπτωση
πυρκαγιάς παράγονται αρχικά αεριώδη προϊόντα όπως CO, CO2,
υδρογονάνθρακες κ.λπ., των οποίων η διάμετρος του μορίου είναι
0,001 και 0,002 μ (1 μ = 0,001 mm). Στα καυσαέρια θα περιλαμβάνονται και μόρια υλικών 0,001 και 10 μ (δηλαδή 10 και 1000
φορές μεγαλύτερα) που είναι εν μέρει ορατά (το 1/3 με μόρια
μεγαλύτερα του 1 μ) και εν μέρει αόρατα (τα υπόλοιπα 2/3 με
μόρια διαμέτρου 0,01 και 1 μ). Μετά από τα αέρια και τα
καυσαέρια παρουσιάζονται οι φλόγες και αρχίζει να εμφανίζεται
υψηλή θέρμανση.
Αν λοιπόν υπάρχει ανάγκη να επισημανθεί η πυρκαγιά από την πρώτη
φάση, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ανιχνευτές ιονισμού ή φλόγας.
Πριν δοθεί εντολή αυτόματης λειτουργίας του πυροσβεστικού
συστήματος κατακλυσμού (π.χ. CO2), επειδή θα προκύψουν δαπάνες
και ζημίες, πρέπει να αφεθούν κάποια χρονικά περιθώρια κατά τα
οποία ανθρώπινη επέμβαση ή άλλο γεγονός μπορεί να ανακόψουν την καύση. Αν όχι, και υπάρχει κίνδυνος επέκτασης
της πυρκαγιάς, πράγμα που διαπιστώνουν π.χ. ανιχνευτές
θερμοκρασίας, δίδεται εντολή να λειτουργήσει το αυτόματο
κατασβεστικό σύστημα.
Τα υγρά καύσιμα (βενζίνη, βενζόλη, πετρέλαιο, λάδια και λίπη
γενικά) όταν καίγονται βγάζουν αεριώδη προϊόντα καύσεως, πολλά
από τα οποία αναφλέγονται συγχρόνως και αναπτύσσουν θερμότητα
(συχνά μεγαλύτερη από 10.000 kcal/kg), που ανεβάζει τη
θερμοκρασία πάνω από 900° C.
Τα πλαστικά προϊόντα παράγουν αέρια καύσης, καθόλου ή λίγες
φλόγες και πολύ λίγη θερμότητα, αφού έχουν θερμογόνο δύναμη
κατώτερη των 2.000 kcal/kg.
Τα οινοπνευματώδη δημιουργούν φλόγα, και όχι αεριώδη προϊόντα
καύσης (καπνό) και υψηλή θερμότητα.
Τα λιπάσματα γενικά παρουσιάζουν αεριώδη προϊόντα καύσης. Στη
συνέχεια αναφλέγονται και αναπτύσσουν θερμότητα.
Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία (που αναφέρθηκαν ενδεικτικά) και
που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί ο τύπος του
κατάλληλου ανιχνευτή, το σύστημα ανιχνεύσεως που θα
εγκαταστήσουμε, πρέπει να είναι προϊόν ενός σοβαρού και
δοκιμασμένου κατασκευαστικού οίκου. Μια εγκατάσταση
πυρανιχνεύσεως πρέπει να λειτουργεί σωστά (με υψηλή αξιοπιστία)
και, πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο οι τυχόν ψευδείς συναγερμοί, που
οφείλονται δηλαδή σε διεγέρσεις διαφορετικές από εκείνες που
προδίδουν την έναρξη μιας πυρκαγιάς. Ιδιαίτερα ευπαθείς στους
ψευδείς συναγερμούς είναι οι ανιχνευτές φλόγας, γιατί
διεγείρονται με υπεριώδη και υπέρυθρη ακτινοβολία, η οποία
μπορεί να προσβάλλει τον ανιχνευτή με μια διακύμανση 5-30 Hz.
Υπέρυθρες ακτίνες, που εκπέμπονται μέσα στα όρια της παραπάνω συχνότητας,
εξαπολύει και η αυξομείωση στην ένταση της φλόγας και έτσι
μπορεί ν' ανιχνευθεί αυτή.
Για το λόγο αυτό, οι ανιχνευτές φλόγας πρέπει να
χρησιμοποιούνται με μια σχετική επιφύλαξη, εξ αιτίας των
ενδεχόμενων αναίτιων συναγερμών που μπορεί να προκαλέσουν.
Διαδικασία πυρανιχνεύσεως και σημάνσεως
Μόλις ενεργοποιηθεί ο ανιχνευτής, ειδικά ηχητικά όργανα
(σειρήνες, κουδούνια, κλάξον, βομβητές, μεγάφωνα) σημαίνουν
συναγερμό. Για τις περιπτώσεις όμως που με την έναρξη της
πυρκαγιάς μπορεί να προκληθούν μεγάλες καταστροφές, αν π.χ.
πρόκειται για μια πολύ σοβαρή σε μέγεθος επιχείρηση είτε ένα
εργοστάσιο που χρησιμοποιεί ή παράγει επικίνδυνες ύλες, καλό
είναι να ειδοποιείται αυτόματα και η Πυροσβεστική Υπηρεσία και
το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής.
Αυτή η αυτόματη προειδοποίηση του αρμόδιου πυροσβεστικού σταθμού
της περιοχής μπορεί να γίνει κατά δύο τρόπους:
α) Με αυτόματη κλίση από τον κεντρικό πίνακα του συστήματος
ανιχνεύσεως, προς τον τηλεφωνικό αριθμό του πυροσβεστικού
σταθμού, οπότε με μια μαγνητοφωνημένη ταινία αναγγέλλεται η
φωτιά, και
β) με την χρήση αποκλειστικής γραμμής του ΟΤΕ που ενοικιάζεται
από τον οργανισμό στους ενδιαφερόμενους. Το σήμα που δίδεται
στην περίπτωση αυτή προς τον πυροσβεστικό σταθμό της περιοχής
και το αστυνομικό τμήμα, είναι οπτικό (ανάβει μια λυχνία που
φέρει το όνομα και τη διεύθυνση της επιχείρησης που έπιασε
φωτιά) και ακουστικό (ηχούν ειδικά κουδούνια).
Ένα άλλο σύγχρονο σύστημα ειδοποιήσεως (σήμανση για την έναρξη
πυρκαγιάς) βασίζεται σε εκπομπή υψύσυχνων κυμάτων. Σε κοινή
τηλεφωνική γραμμή δίνεται ένα σήμα, σε υπέρηχοι συχνότητα, που
αφού περάσει από ειδικά φίλτρα διαβιβάζεται δια του τηλεφωνικού
κέντρου στον παραλήπτη. Με μια κωδικοποιημένη πάλμωση μπορεί να
ελέγχεται η συνέχεια της γραμμής, όπως επίσης ο πομπός και ο δέκτης.
Σε μερικές περιπτώσεις σημάνσεως υπάρχει δυνατότητα να γίνει
διάκριση μεταξύ περιορισμένου και γενικού συναγερμού, εσωτερικού
ή εξωτερικού.
Οι εγκαταστάσεις πυρανιχνεύσεως συνδυάζονται συνήθως με μια
σειρά από «πρώτες ή άμεσες ενέργειες», όπως η ενεργοποίηση
μόνιμων εγκαταστάσεων πυρόσβεσης, το άνοιγμα παραπετασμάτων
καπνού, η μετακίνηση και τοποθέτηση πυροφραγμών, ο έλεγχος του
αερισμού, το κλείσιμο των θυρών πυροπροστασίας, η διακοπή
της λειτουργίας των ανελκυστήρων ή των κυλιομένων σκαλών (σε
μεγάλα κτίρια) κ.α.
Κεντρικοί πίνακες ελέγχου
Οι κεντρικοί πίνακες μιας εγκαταστάσεως πυρανιχνεύσεως και
πιθανόν το σύστημα ενεργοποιήσεως των
αυτομάτων μονάδων κατασβέσεως περιλαμβάνουν:
• τη μονάδα παροχής ενέργειας του πίνακα, που συνδέεται με το
ρεύμα πόλεως και δίνει στην εγκατάσταση
το αναγκαίο ρεύμα με την κατάλληλη τάση,
• την μονάδα ελέγχου της τάσεως που περιοδικά ελέγχει την τάση
ρεύματος της εγκαταστάσεως,
• την μονάδα της σημάνσεως που θέτει σε λειτουργία τα σχετικά
όργανα σε περίπτωση συναγερμού ή βλάβης,
• τη μονάδα εφεδρικής τροφοδοσίας με ηλεκτρικό ρεύμα, που
τροφοδοτεί την εγκατάσταση από
συσσωρευτές (μπαταρίες) όταν διακοπεί το ρεύμα της πόλεως,
• τη μονάδα φορτίσεως των συσσωρευτών (μπαταριών), που φορτίζει
τις μπαταρίες όταν επανέλθει το ρεύμα της
πόλης και περιοδικά διοχετεύει το απαραίτητο ρεύμα για τη συντήρηση τους,
• τις μπαταρίες που πρέπει να εξασφαλίζουν με αυτονομία την
εγκατάσταση για 24,48 κλπ. ώρες ανάλογα με τις συνθήκες, και
τέλος
• τις μονάδες των ομάδων ανιχνεύσεως,
• αυτοματισμούς που πιθανόν εμποδίζουν τη διάδοση της φωτιάς ή
θέτουν σε λειτουργία μηχανισμούς
κατασβέσεως.
Ανίχνευση εκρηκτικών αερίων
Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, ατμοί και αέρια, ακόμη και σε
πολύ μικρές ποσότητες μπορεί να προκαλέσουν εκρήξεις. Ατμοί
ασετόν, π.χ. από περιεκτικότητα 2,5% στον αέρα, βενζίνης από
1,2-8%, ασετιλίνης (αέριο) από 1,2-82%,
προπανίου από 2,1-9,5%, μονοξειδίου του άνθρακα από 2-74% μπορούν να οδηγήσουν σε έκρηξη. Για το λόγο αυτό, όπου
υπάρχει κίνδυνος να
δημιουργηθούν - με διαφυγή ή με άλλη αιτία - ατμοί και αέρια,
που θα αποτελέσουν με τον ατμοσφαιρικό αέρα εκρηκτικά μίγματα,
επιβάλλεται να χρησιμοποιείται σύστημα ανιχνεύσεως και
αναγγελίας επικίνδυνων συγκεντρώσεων μιγμάτων εκρηκτικών αερίων, ώστε πριν αυτά τα μίγματα φτάσουν
στην επικίνδυνη κρίσιμη αναλογία (LE.L), να σημαίνει συναγερμός
και να λαμβάνονται τα
κατάλληλα μέτρα. Ανάλογα με την περίπτωση, ο συναγερμός μπορεί
να έχει την ίδια μορφή που παίρνει και
για την ανίχνευση της φωτιάς.
Όπου υπάρχει ενδεχόμενο να εμφανιστούν συγκεντρώσεις διαφόρων εκρηκτικών ή τοξικών αερίων, πρέπει να γίνεται αδιάκοπος
και αποτελεσματικός αερισμός.
Ολόκληρη η ηλεκτρική εγκατάσταση τέτοιων χώρων, με τις
καλωδιώσεις και τους ηλεκτροκινητήρες,
πρέπει να ανταποκρίνεται απόλυτα στους όρους και τους κανόνες των αντιεκρηκτικών εγκαταστάσεων (αποφυγή
σπινθήρων κατά την εκκίνηση και το
σταμάτημα των συσκευών αερισμού κλπ.).
Επειδή οι διάφοροι ατμοί και τα μίγματα αερίων είναι άλλοτε
ελαφρότερα και άλλοτε βαρύτερα από τον
ατμοσφαιρικό αέρα, δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική και ασφαλής
η οποιαδήποτε μέθοδος αερισμού. Όταν π.χ. έχουμε υδρογόνο, που είναι ελαφρότερο από τον αέρα, οι εξαγωγές
των συστημάτων εξαερισμού πρέπει να
τοποθετούνται στο ψηλότερο σημείο του χώρου. Αντίθετα, στην
περίπτωση ατμών βενζίνης, που οι ατμοί της είναι βαρύτεροι από τον αέρα, πρέπει να βρίσκονται τα ανοίγματα στο πιο
χαμηλό σημείο του χώρου.
Σφάλματα ως προς τις εγκαταστάσεις αυτές έχουν πολύ συχνά
καταστρεπτικά αποτελέσματα. Υπάρχουν
παραδείγματα που δείχνουν πως από τέτοιες λανθασμένα
υπολογισμένες εγκαταστάσεις, μπορεί να δημιουργηθούν ανθρώπινα θύματα, ακόμη και χωρίς να εκραγεί πυρκαγιά.
Η αξιοπιστία των ανιχνευτών
Παλαιότερα, στόχος των κατασκευαστών ανιχνευτών ήταν η αύξηση
της ευαισθησίας. Με τον τρόπο όμως αυτό παρουσιάστηκαν, στις
πρακτικές εφαρμογές, σοβαρά προβλήματα από αναίτιες σημάνσεις
συναγερμού. Με την σωστή επιλογή του
στοιχείου που πυρανιχνεύεται και επομένως με την τοποθέτηση συσκευής κατάλληλης ευαισθησίας, οι κατασκευαστές έχουν
τώρα σαν κύριο
στόχο την αξιοπιστία του συστήματος.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι
φαινόμενα που δημιουργούνται από διάφορες
συνηθισμένες εργασίες στους προστατευμένους χώρους και
λειτουργούν παραπλανητικά. Τέτοια φαινόμενα μπορούν εφόσον είναι ισχυρά, να δυσκολέψουν ή και να
αχρηστεύσουν τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως για πυρανίχνευση ενός
από τα χαρακτηριστικά της φωτιάς.
Χωρίς λεπτομέρειες και ούτε απαιτήσεις εξάντλησης του θέματος,
δίνονται παρακάτω μερικά παραδείγματα
τυπικών μεγεθών που λειτουργούν παραπλανητικά για τα διάφορα
συστήματα πυρανιχνεύσεως.
• Εργασίες και στοιχεία που μπορούν να παραπλανήσουν ανιχνευτές
ιονισμού είναι οι ηλεκτροσυγκολλήσεις, οι οξυγονοκολλήσεις, ο
ατμός, οι εξατμίσεις αυτοκινήτων και ο καπνός τσιγάρων.
• Αφετηρία παραπλανητικών στοιχείων (ερεθισμών) για τους
θερμικούς ανιχνευτές αποτελούν οι
εγκαταστάσεις αερισμού, τα αερόθερμα, τα θερμαντικά σώματα, οι
ηλιακές ακτίνες, οι ατμοί, οι οξυγονοκολλήσεις, οι
ηλεκτροσυγκολλήσεις, οι εξατμίσεις αυτοκινήτων και γενικά οι
μηχανές που παράγουν ή μεταφέρουν
θερμότητα.
• Παραπλανητικά στοιχεία για ανιχνευτές φλόγας είναι οι
ανακλάσεις φωτός πάνω από επιφάνειες ανοικτού
χρώματος, τα μεταλλικά παραπετάσματα ήλιου, οι έλικες
αεροπλάνων, οι σιδηρόδρομοι, τα αυτοκίνητα, οι οξυγονοκολλήσεις,
οι ηλεκτροσυγκολλήσεις και τα φωτιστικά σώματα.
Για την αντιμετώπιση των παραπλανητικών μεγεθών,
χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι (περιστασιακές ή μόνιμες),
όπως:
• Κάλυψη του ανιχνευτή
• Μετατόπιση του ανιχνευτή
• Αλλαγή του ανιχνευτή με άλλο ανιχνευτή που να διεγείρεται από
διαφορετικά κριτήρια.
• Χρησιμοποίηση ανιχνευτών για ειδικές εφαρμογές π.χ. θάλαμος
δειγματοληψίας αέρα κλπ.
• Αλληλεξάρτηση κυκλωμάτων περισσότερων ανιχνευτών (π.χ.
αλληλεξάρτηση δύο ομάδων ανιχνευτών).
• Διαδικασία απομόνωσης (αποσύνδεσης) ανιχνευτών ή ομάδων
ανιχνευτών κατά τις εργάσιμες ώρες. Για αυτή τη λύση θα πρέπει να
δοθεί μεγάλη προσοχή στα πρόσωπα που θα αναλάβουν τους
χειρισμούς διακοπής και επαναφοράς σε λειτουργία.
Από την άποψη της ασφάλειας, θα πρέπει οπωσδήποτε να εξετασθεί
το κατά πόσο μειώνει τους κινδύνους μια εγκατάσταση, έστω και
λιγότερο ευαίσθητη αλλά που λειτουργεί συνεχώς, σε σύγκριση με
άλλη εγκατάσταση πιο ευαίσθητη, που θα πρέπει να συνδέεται και
να απομονώνεται καθημερινά πολλές φορές.
Με τη χρησιμοποίηση της ίδιας υποδοχής στήριξης για όλους τους
ανιχνευτές, εξασφαλίζεται από την αρχή η δυνατότητα εναλλαγής
τους ή αντικατάστασης τους. Έτσι η προσαρμογή σε τοπικές
συνθήκες ή αλλαγές μπορεί να γίνει και αργότερα.
Η προβλεπόμενη αξιοπιστία των υλικών, των μέσων και του όγκου
σχεδιασμού, είναι αποφασιστικής σημασίας για την τελική απόφαση
που σχετίζεται με την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα της
εγκαταστάσεως συστήματος πυρανιχνεύσεως. Γι' αυτό το λόγο πριν
από την οριστική μελέτη της εγκαταστάσεως θα πρέπει να μελετηθεί
η οργάνωση του συναγερμού σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες των κτιρίων ή εργοστασίων, τους υπεύθυνους
πυροπροστασίας, την Πυροσβεστική Υπηρεσία και να περιγραφεί
λεπτομερώς με τη μορφή ενός διαγράμματος συναγερμού.
Εσωτερική και εξωτερική κινητοποίηση
Τελικός στόχος μιας μονάδας ή ενός συστήματος πυρανιχνεύσεως
είναι να εξασφαλιστεί η έγκαιρη κατάσβεση με:
α. την αυτόματη ενεργοποίηση υπάρχουσας μόνιμης εγκαταστάσεως.
β. την «εσωτερική» κινητοποίηση της ομάδας πυρόσβεσης του
κτιρίου ή της βιομηχανικής εγκαταστάσεως, και
γ. την κινητοποίηση της «εξωτερικής» μονάδας πυρόσβεσης, δηλαδή
της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Ειδικά
για την κινητοποίηση της Π.Υ. που διαθέτει στελέχη με τις
κατάλληλες γνώσεις και τον κατάλληλο εξοπλισμό για να
αντιμετωπίσει μια σοβαρή πυρκαγιά, μπορούν να αναφερθούν
δυσκολίες και εγγενή προβλήματα που πρέπει κάποτε να
αντιμετωπισθούν με σοβαρότητα από την πολιτεία (και τους
πολίτες), αλλά και να ληφθούν υπόψη από τους μελετητές
συστημάτων και εγκαταστάσεων πυροπροστασίας.
Επειδή σαν χώρα μειονεκτούμε ως προς την πυκνότητα των
πυροσβεστικών σταθμών - ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα - και
ως προς τους παραπάνω σύγχρονους αυτοματισμούς, σε σύγκριση με
όσα εφαρμόζουν οι σοβαρές επιχειρήσεις στις προηγμένες χώρες,
γεννήθηκε η ανάγκη να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος, ώστε να
ειδοποιούνται και να φθάνουν έγκαιρα οι πυροσβέστες
στον τόπο όπου υπάρχει πυρκαγιά. Για να εξασφαλιστεί λοιπόν η
όσο το δυνατό ταχύτατη άφιξη της πυροσβεστικής εξόδου και η
αποτελεσματική καταστολή της φωτιάς, όπως και η διάσωση ατόμων
και υλικών που βρίσκονται σε κίνδυνο, το Αρχηγείο του
Πυροσβεστικού Σώματος διαθέτει έναν αριθμό περιπολικών
πυροσβεστικών οχημάτων, που βρίσκονται πάντοτε έτοιμα για δράση
σε επιλεγμένα ή κοντά σε ευπαθή σημεία των μεγάλων πόλεων.
Ο αριθμός όμως των διαθέσιμων περιπολικών πυροσβεστικών οχημάτων
είναι περιορισμένος. Στην περιοχή Αθηνών - Πειραιώς π.χ.,
περιπολούν ή σταθμεύουν σε νευραλγικά σημεία του λεκανοπεδίου
της Αττικής ειδικά επανδρωμένα οχήματα. Δεν επαρκούν όμως για να
καλύψουν ολόκληρη την περιοχή της πρωτεύουσας και του Πειραιά,
ιδιαίτερα μάλιστα τις πολύ απλωμένες και διασκορπισμένες βιομηχανικές ζώνες. Είναι επομένως απαραίτητο, τα
πολύ μεγάλα κτίρια και οι μεγάλες επιχειρήσεις (ιδίως εκείνες
που έχουν μεγάλα πυροθερμικά φορτία ή περιλαμβάνουν χώρους
αποθήκευσης υλικών γρήγορης ανάφλεξης), να συνδέονται απευθείας
με τον πλησιέστερο πυροσβεστικό σταθμό.
Έτσι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να γίνει άμεσα και με ολόκληρη
τη δύναμη και τον εξοπλισμό σε πυροσβεστικά μέσα, η επέμβαση της
Π.Υ.
Είναι ακόμη γνωστό ότι για τις πυρκαγιές, μπορεί να ειδοποιηθεί
τηλεφωνικώς και το κέντρο Αμέσου Επεμβάσεως του Πυροσβεστικού
Σώματος (αριθμός κλήσης 199). Μόλις ο πυροσβέστης-τηλεφωνητής
πάρει τα αναγκαία στοιχεία,
δίδεται εντολή με τον ασύρματο στα περιπολικά οχήματα, που
κινητοποιούνται και επεμβαίνουν. Στη συνέχεια, ανάλογα με τη
σοβαρότητα της πυρκαγιάς ο επικεφαλής αξιωματικός κινητοποιεί
την κύρια δύναμη προσβολής με τα κατάλληλα οχήματα, υλικά και
λοιπά μέσα.
Βέβαια, η παραπάνω διαδικασία έχει σαν αποτέλεσμα την απώλεια -
έστω και μικρού - χρόνου, γιατί δημιουργούνται πάντοτε σχετικές
καθυστερήσεις, που στη διάρκεια τους ενδέχεται να εξαπλωθεί τόσο
η φωτιά, ώστε η καταστροφή να είναι αναπόφευκτη. Πολύ σημαντικός
επίσης παράγων, που προκαλεί απώλειες χρόνου και καθυστερήσεις
της πυροσβεστικής εξόδου, είναι το γεγονός ότι πολλές φορές τα
πυροσβεστικά οχήματα, καθώς πηγαίνουν προς τον τόπο της
πυρκαγιάς συναντούν σοβαρές δυσκολίες προσπέλασης και εμπόδια
στους δρόμους της πόλης. Το φαινόμενο αυτό είναι περισσότερο
έντονο σε ώρες κυκλοφοριακής αιχμής.
Πάντως τα διαθέσιμα περιπολικά οχήματα, όχι μόνο δεν καλύπτουν
τις ανάγκες της πλήρους πυροπροστασίας των μεγάλων αστικών
κέντρων, αλλά με τη διασπορά τους αυτή εξασθενούν την κύρια
δύναμη των πυροσβεστικών σταθμών. Επί πλέον δεν πρέπει να
αγνοήσουμε την καταπόνηση του προσωπικού, καθώς και τη σοβαρή
φθορά των πυροσβεστικών οχημάτων.
Το θέμα λοιπόν της σωστής πυροπροστασίας επιβάλλεται να λυθεί
κατά τρόπο ορθόδοξο, ριζικό και αποτελεσματικό.
Ως προς τον άλλο σοβαρό παράγοντα που σχετίζεται με το
κυκλοφοριακό πρόβλημα (την ευχερή και γρήγορη κίνηση και έγκαιρη
άφιξη της πυροσβεστικής εξόδου στον τόπο του συμβάντος), ίσως
μπορεί να βελτιωθεί εάν της κυρίας εξόδου προηγείται ένα γρήγορο
μικρό όχημα (τζίπ), με αποστολή του ειδικευμένου βαθμοφόρου που
θα βρίσκεται πάνω σ'αυτό την εξασφάλιση της
απρόσκοπτης κίνησης της πυροσβεστικής εξόδου προς τον προορισμό
της. Η προσπάθεια αυτή θα αποδώσει, αν ο κώδικας οδικής
κυκλοφορίας αρχίσει κάποτε να εφαρμόζεται και επιβάλλονται
αυστηρές κυρώσεις σ'εκείνους που δε συμμορφώνονται στις κρίσιμες
αυτές στιγμές. Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται ιδιαίτερα σε πολλές
πόλεις της Δυτικής Γερμανίας με ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Ειδικά στη Δ. Γερμανία υπάρχει δυνατότητα, με ειδικό πρόγραμμα,
από το κέντρο ελέγχου των φωτεινών σημάνσεων κυκλοφορίας να
διαμορφωθεί ένα έκτακτο πράσινο κύμα, ειδικά για τη διαδρομή της
πυροσβεστικής εξόδου.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΣ
Μια μελέτη πυρανιχνεύσεως πρέπει να βασίζεται σε προσεκτική
ανάλυση των στοιχείων που επηρεάζουν τις βασικές επιλογές, όπως:
α) Το είδος, το μέγεθος, η θέση και η χρήση του χώρου που θα
προστατευθεί.
β) Το μόνιμο αλλά και το πιθανό περιεχόμενο του χώρου (όπως
άνθρωποι, πυροθερμικό φορτίο, αντικείμενα μεγάλης αξίας).
γ) Οι απαιτήσεις αξιοπιστίας του συστήματος σε συνάρτηση με τα
διατιθέμενα οικονομικά μέσα.
δ) Οι ειδικές απαιτήσεις και ιδιομορφίες, σε συνδυασμό με το
σύνολο των επιδιωκόμενων στόχων.
Αφετηρία της μελέτης θα αποτελέσει ακόμη η προσεκτική επιλογή
του κατάλληλου ή των κατάλληλων τύπων πυρανιχνευτών. Το επόμενο
στοιχείο που σχετίζεται με την ευαισθησία και αξιοπιστία της
εγκαταστάσεως πυρανιχνεύσεως είναι η πυκνότητα των ανιχνευτών.
Η πυκνότητα των ανιχνευτών
Για να ενεργοποιηθεί ένας ανιχνευτής θα πρέπει τα χαρακτηριστικά
μεγέθη της φωτιάς να φθάσουν στον
ανιχνευτή.
Η μεταφορά των αιωρούμενων σωματιδίων (αεροζόλ) γίνεται με τη
βοήθεια τριών φαινόμενων.
Α. Τα αιωρούμενα σωματίδια σαν συνέπεια της δημιουργουμένης
θερμότητας κατά την καύση ανεβαίνουν προς τα πάνω. Μια ανοιχτή
φωτιά φέρνει τα σωματίδια προς τα πάνω
γρηγορότερα από μια φωτιά με βραδεία ανάπτυξη, γιατί η εκλυόμενη
ποσότητα θερμότητας είναι μεγαλύτερη.
Β. Τα αιωρούμενα σωματίδια μεταφέρονται με τον αέρα που κινείται
από εξωτερικούς παράγοντες. Η κίνηση του αέρα μπορεί να
προκαλείται από μία εγκατάσταση κλιματισμού ή από ένα φυσικό
ρεύμα αέρα. Η επίβλεψη των καναλιών αερισμού, είναι ένα πρόβλημα
που θα πρέπει να εξετασθεί χωριστά.
Γ. Τα σωματίδια του καπνού διαχέονται στον μη κινούμενο αέρα του
χώρου. Το φαινόμενο αυτό μπορούμε να δούμε όταν αφήσουμε να μπει
καπνός μέσα
σε ένα χώρο, χωρίς να υπάρχει φωτιά
μέσα σ'αυτόν. Το φαινόμενο της διάχυσης είναι ένα αναμφισβήτητο μέσο μεταφοράς για τα αέρια της καύσης.
Το γεγονός αυτό μας δημιουργεί πολλές
φορές ερωτήματα όταν π.χ. σε μια ανάφλεξη ηλεκτρικού καλωδίου
παρόλο που υπάρχει αρκετός καπνός σε ένα χώρο, ο ανιχνευτής δεν
αντιδρά. Αυτό συμβαίνει απλούστατα γιατί τα σωματίδια του καπνού
διαχέονται και η συγκέντρωση τους δεν είναι αρκετή κοντά στη
θέση του ανιχνευτή. Μάλιστα συχνά είναι
μεγαλύτερη στο δάπεδο από ότι στην οροφή.
Τα φαινόμενα Α Β Γ μπορούν να εμφανισθούν και συνδυασμένα μεταξύ τους. Η πυκνότητα των ανιχνευτών θα πρέπει επομένως να
καθορισθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να
υπάρχει οπωσδήποτε ανιχνευτής στο θερμικό ρεύμα ελκυσμού που
περιμένουμε.
Η αύξηση του ύψους του χώρου έχει σαν συνέπεια τη μείωση της
συγκέντρωσης των «αεροζόλ». Κατ'επέκταση η ευαισθησία της
ενεργοποιήσεως των ανιχνευτών μειώνεται
με την αύξηση του ύψους του χώρου. Αυτός είναι ο λόγος που σε
ψηλούς χώρους μπορούμε να διαλέξουμε μεγαλύτερες επιφάνειες προστασίας ανά ανιχνευτή.
Η χρήση των απλών αυτών κανόνων δυσκολεύεται πολύ κατά την
εφαρμογή τους, από το είδος της οροφής.
Τα δοκάρια π.χ. που χωρίζουν την οροφή σε φατνώματα μπορεί να είναι «χρήσιμα», αν η επιφάνεια του
φατνώματος αντιστοιχεί στην εκλεγείσα επιφάνεια προστασίας κατά
ανιχνευτή. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει
σπάνια. Συνήθως τα φατνώματα είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα. Οταν
είναι μικρότερα
πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα δοκάρια μεγαλώνουν την επιφάνεια
της οροφής. Για αυτό το λόγο παρουσιάζονται σαν εμπόδια για τα
θερμικά ρεύματα ελκυσμού και απορροφούν ένα μεγάλο μέρος της
ενέργειας τους.
Βασικά μπορούμε να πούμε ότι κάθε μορφή οροφής που μεγαλώνει η
επιφάνεια της, έχει σαν αποτέλεσμα να μειώνει την προστατευμένη
επιφάνεια ανά ανιχνευτή. Πριονωτές και δίριχτες οροφές μαζεύουν
το ζεστό αέρα και τα αέρια της καύσης και τα διοχετεύουν κατά
μήκος του κορφιά. Αυτό το ευνοϊκό φαινόμενο μας επιτρέπει να
βάλουμε τους ανιχνευτές πάνω στον κορφιά σε μεγαλύτερες
αποστάσεις μεταξύ τους. Δυστυχώς το πλεονέκτημα αυτό για τις
πριονωτές οροφές αίρεται από το μικρό πλάτος των φατνωμάτων.
Οι πριονωτές σκεπές είναι συνήθως ψηλές. Η εγκάρσια διάχυση του
καπνού δεν διευκολύνεται και για αυτό κάθε φάτνωμα πρέπει να
θεωρείται σαν ξεχωριστός τομέας ανιχνευτών.
Σε τέτοιου είδους οροφές μεγάλο ρόλο παίζει και η μόνωση.
Σε οροφές με
όχι καλή μόνωση μπορεί να εμποδιστεί η διάχυση του θερμού αέρα
και του καπνού κατά το χειμώνα από το κρύο και κατά το καλοκαίρι
από τη ζέστη. Επειδή τέτοιου είδους οροφές δεν είναι πάντα
στεγανές, θερμότητα και καπνός
μπορούν να διαφύγουν από χαραμάδες. Με αυτές τις προϋποθέσεις θα
πρέπει πάλι οι ανιχνευτές να τοποθετηθούν πυκνότερα.
Διάφορες κατασκευές, δηλαδή ικριώματα, εσοχές, κανάλια
κλιματισμού, μπορούν να μεγαλώσουν το δρόμο του ρεύματος
ελκυσμού προς τον ανιχνευτή και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη,
δηλαδή μικραίνουν την προστατευμένη επιφάνεια ανά ανιχνευτή.
Στο δρόμο τους προς τον ανιχνευτή, τα φαινόμενα που προδίδουν
την πυρκαγιά, μπορεί να επηρεασθούν από τον κλιματισμό ή τον
αερισμό των χώρων (να σχηματίσουν δίνη, να μειωθεί η πυκνότητα
τους, να ψυχθούν). Κι' αυτός ο παράγοντας θα πρέπει να
αντιμετωπισθεί με τοποθέτηση περισσότερων ανιχνευτών.
Σαν τελευταίος αλλά και σοβαρός παράγοντας για τον προσδιορισμό
της πυκνότητας των ανιχνευτών, θα πρέπει να αναφερθεί και το
πιθανό ύψος της ζημιάς που θα προκύψει σε περίπτωση πυρκαγιάς.
Ο καθορισμός του ελάχιστου μεγέθους της φωτιάς που θα πρέπει να
ενεργοποιήσει το σύστημα πυρανιχνεύσεως, είναι μία όχι τόσο απλή
επιλογή. Πάντως
βασικός παράγων είναι ότι η ακτινοβολία της θερμότητας μειώνεται
ανάλογα με το τετράγωνο της απόστασης.
Η ακτινοβολία δε μπορεί να παρακάμψει εμπόδια (μόνο ευθεία
ανίχνευση), πράγμα που δεν συμβαίνει με τα θερμικά ρεύματα. Μια
φωτιά π.χ. κάτω από τα φτερά ενός μεγάλου αεροπλάνου δεν μπορεί
να ανιχνευθεί από την ακτινοβολία, γιατί (στην αρχή τουλάχιστον)
δεν υπάρχει οπτική σύνδεση μεταξύ εστίας πυρκαγιάς και
ανιχνευτή. Ακόμη η ανακλώμενη ακτινοβολία δύσκολα μπορεί να
μετρηθεί, επειδή οι επιφάνειες ανακλάσεως (τα εμπόδια) είναι ως
επί το πλείστον σκοτεινές (βαθύχρωμες) και παρουσιάζουν
σημαντική απορρόφηση, άρα μειώνουν την ανακλώμενη ποσότητα. Ένας
οπτικός ανιχνευτής φλόγας (ανιχνευτής ακτινοβολίας) έχει τότε
μόνο έννοια, όταν θα πρέπει να ανιχνευθεί μία ανοιχτή φωτιά που
δημιουργεί μόνο λίγα «αεροζόλ» και η οπτική σύνδεση με την
πιθανή εστία της είναι εξασφαλισμένη.
Με βάση τα φυσικά δεδομένα και τη μακρόχρονη εμπειρία επιλέγεται
σαν μέση επιφάνεια προστασίας ανά ανιχνευτή 50 - 80 m2 για τους
ανιχνευτές ιονισμού και τους οπτικούς ανιχνευτές καπνού, περίπου
15-30 m2 για τους θερμοδιαφορικούς ανιχνευτές και μέχρι 1000 m2
για τους ανιχνευτές φλόγας. Στις πρακτικές εφαρμογές η
πραγματική επιφάνεια προστασίας, κυμαίνεται μεταξύ
10 και 150 m2 ανάλογα με το μέγεθος και τη ν επιρροή των
παραγόντων που επηρεάζουν την αξιοπιστία της πυρανιχνεύσεως.
Η μεγαλύτερη πυκνότητα ανιχνευτών συναντιέται π.χ. στα
τηλεφωνικά κέντρα, στους χώρους ηλεκτρονικών υπολογιστών και τα
παρόμοια, επίσης σε χώρους κανονικού ύψους με πολύ μεγάλη
συγκέντρωση αξιών, ανά m2 κάτοψης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η
επιφάνεια προστασίας ανά ανιχνευτή καπνού είναι 10- 20 μ2. .
Η θέση των ανιχνευτών
Όπως ήδη αναφέρθηκε, βασικό στοιχείο που επηρεάζει την
ευαισθησία και την αξιοπιστία μίας εγκαταστάσεως πυρανιχνεύσεως,
είναι η σωστή επιλογή των θέσεων στις οποίες θα τοποθετηθούν οι
ανιχνευτές.
Σε ψηλούς χώρους και κυρίως σε χώρους με κεκλιμένες επιφάνειες
οροφής, μπορεί να δημιουργηθεί στην οροφή συγκέντρωση θερμότητας
που να οφείλεται είτε σε θερμική ακτινοβολία, όταν η μόνωση δεν
είναι καλή, είτε στη θέρμανση όταν η μόνωση είναι καλή. Η
συγκέντρωση αυτή της θερμότητας εμποδίζει τα φαινόμενα της
φωτιάς, δηλαδή τον καπνό και το θερμικό ρεύμα ελκυσμού, να φθάσουν μέχρι τον ανιχνευτή.
Η επιρροή αυτή μπορεί να
παρακαμφτεί μερικά, όταν οι ανιχνευτές
σε τέτοιους χώρους, ιδιαίτερα σε πριονωτές οροφές και σε
δίριχτες οροφές με απότομες κλίσεις, τοποθετηθούν λίγο
χαμηλότερα. Πάνω σε αυτό χρειάζεται προσοχή ώστε ο όγκος του
αέρα πάνω από τον ανιχνευτή να είναι τόσο μικρός, ώστε με
κανονικές συνθήκες (χωρίς την επιρροή της θερμικής συγκέντρωσης) ο ανιχνευτής να βρίσκεται στην περιοχή του σύννεφου των
«αεροζόλ» που περιμένουμε.
Για ευκολότερη κατανόηση δίνονται τα εξής δύο παραδείγματα
εφαρμογής.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1: Κτίριο με πριονωτή
οροφή και ύψος 13 m. μετρημένο από το έδαφος μέχρι τον κορφιά. Ο
ανιχνευτής τοποθετείται σε τέτοια θέση ώστε να υπάρχει απόσταση
40 cm μεταξύ κορφιά και βάσης ανιχνευτή .
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2: Όταν πρόκειται για
δίριχτη οροφή με μεγάλες κλίσεις που η απόσταση του κορφιά από
το δάπεδο είναι 7 m, ο ανιχνευτής τοποθετείται 60 cm χαμηλότερα
από τον κορφιά .
Σε μερικούς χώρους (π.χ. γραφεία) ο ανιχνευτής δεν μπορεί να
τοποθετηθεί οπωσδήποτε στη μέση του χώρου. Μπορεί μάλιστα να
είναι και πλεονέκτημα η τοποθέτηση του ανιχνευτή μακριά από τη
μέση του χώρου, ώστε να αποφεύγεται η ενεργοποίηση του από
συγκεντρωμένο καπνό τσιγάρου. Σε αυτή την περίπτωση η απόσταση
του πιο μακρινού σημείου του χώρου από τον ανιχνευτή και από τους τοίχους δεν πρέπει να είναι μικρότερη από 0,4 m.
Παρόμοιες σκέψεις ισχύουν για την επιρροή των δοκαριών στην
τοποθέτηση των ανιχνευτών.
Εάν ο ανιχνευτής θα πρέπει να τοποθετηθεί πάνω στο δοκάρι ή στην
επιφάνεια της οροφής, εξαρτάται από το λόγο, κρέμαση δοκαριού
προς ύψος χώρου, καθώς και από το λόγο εμβαδά φατνώματος προς
όγκο χώρου. Εάν οι παραπάνω λόγοι είναι μικροί, δηλαδή η κρέμαση
του δοκαριού είναι σχετικά μικρή ως προς το ύψος του χώρου, ο
ανιχνευτής μπορεί να τοποθετηθεί τόσο πάνω στο δοκάρι όσο και
μεταξύ των δοκαριών. Εάν οι λόγοι είναι μεγάλοι, οπότε και το
δοκάρι είναι σχετικά μεγάλο, τότε θα πρέπει οι ανιχνευτές να
τοποθετηθούν μέσα στα φατνώματα. Για την τελική απόφαση θα
πρέπει να ληφθεί υπόψη η προστατευμένη επιφάνεια σε συνάρτηση
με το ύψος της πιθανής ζημιάς σε περίπτωση πυρκαγιάς. Σαν αρχή
ισχύει ο παρακάτω κανόνας:
Όταν η κρέμαση του δοκαριού είναι μικρότερη από 10 % του ύψους
του χώρου, τότε ο ανιχνευτής μπορεί να τοποθετηθεί τόσο πάνω στο
δοκάρι όσο και μέσα στο φάτνωμα.
Αντικείμενα ιδιαίτερα σημαντικά μπορούν να δικαιολογήσουν μια
πρόσθετη προστασία (ειδική ή τοπική προστασία αντικειμένου).
Ανάλογα με το εάν πρόκειται για αντικείμενα ελεύθερα ή κλεισμένα
σε ντουλάπια, θα πρέπει να τοποθετηθούν πρόσθετοι ανιχνευτές
στην οροφή ή μέσα στο κλειστό ντουλάπι ή ακόμη μέσα στο σύστημα
αερισμού.
Αποφασιστικής σημασίας για την διάταξη τοποθετήσεως των
ανιχνευτών είναι οι εγκαταστάσεις κλιματισμού και αερισμού. Ένας
ανιχνευτής μέσα στην περιοχή επιρροής της προσαγωγής καθαρού
αέρα, δεν θα είναι χρήσιμος. Η επιρροή των εγκαταστάσεων
αερισμού, δεν είναι πάντα εύκολο να εκτιμηθεί.
Εάν από εμπειρίες σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν βγαίνουν
συμπεράσματα, θα πρέπει να γίνουν δοκιμές. Κατά το δυνατό οι
ανιχνευτές θα πρέπει να τοποθετηθούν σε περιοχή δίνης.
Εάν ο αέρας έρχεται ομοιόμορφα από τρύπες στην οροφή θα πρέπει
να καλυφθεί περίπου 1 m2 γύρω από τον ανιχνευτή ώστε να
σχηματισθούν νεκρές ζώνες. Η επιρροή των εγκαταστάσεων
κλιματισμού αντισταθμίζεται κυρίως με αύξηση της πυκνότητας των
ανιχνευτών.
Οι ανιχνευτές θερμικής ακτινοβολίας θα πρέπει να τοποθετούνται
κατά τρόπο ώστε πάντοτε να έχουν ελεύθερο οπτικό πεδίο προς μια
ενδεχόμενη εστία πυρκαγιάς (όπως ήδη αναφέρθηκε και εξηγήθηκε).
Ο τρόπος της αποθήκευσης και η διάταξη πιθανών ικριωμάτων, θα
πρέπει να προσέχονται ιδιαίτερα κατά την τοποθέτηση ανιχνευτών
φλόγας.
Η τοποθέτηση των ανιχνευτών χρειάζεται πρόσθετη
προσοχή ώστε οι ανιχνευτές να είναι προσιτοί. Ακόμη πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη ότι η τοποθέτηση εξοπλισμού και επίπλων στους
χώρους, μπορεί να μειώσει πολύ την αξιοπιστία της εγκαταστάσεως
και να δυσκολέψει τη συντήρηση του συστήματος πυρανιχνεύσεως.
.
|