δεκάδες εργαζόμενοι, ενώ μερικές εκατοντάδες άλλοι
τραυματίζονται σοβαρά ή μένουν για πάντα ανάπηροι. Πέρα
όμως από τα θύματα, τα εργατικά ατυχήματα έχουν και
οικονομικές επιπτώσεις με την επιβάρυνση των
ασφαλιστικών ταμείων και τις καταστροφές εξοπλισμού των
εγκαταστάσεων και τη διακοπή λειτουργίας τους.
Οι επιπτώσεις για τους μηχανικούς
που εργάζονται σε μία εγκατάσταση που συμβαίνει ατύχημα
είναι πιο σοβαρές, γιατί ακόμη και αν δεν
συγκαταλέγονται μεταξύ των θυμάτων, είναι αυτοί στους
οποίους επιρρίπτονται γενικά οι ευθύνες, με συνέπειες
επαγγελματικές, οικονομικές και κοινωνικές.
Τα μεγάλης έκτασης βιομηχανικά
ατυχήματα των τελευταίων ετών επίσης (π.χ. διαφυγή
ισοκυανικού μεθυλίου στην πόλη Bhopal της Ινδίας το
1984) έδειξαν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις οι
καταστροφικές συνέπειες μπορεί να ξεπερνούν τα όρια της
βιομηχανικής εγκατάστασης, ενώ οι οικονομικές ζημιές
μπορεί να είναι ανυπολόγιστες. Για την αντιμετώπιση
τέτοιων μεγάλης έκτασης βιομηχανικών ατυχημάτων η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα εξέδωσε την οδηγία 501 (γνωστή τότε
ως οδηγία Seveso) τον Ιανουάριο του 1982, η οποία έγινε
και νόμος του ελληνικού κράτους (Υπουργική Απόφαση
18187/272/88). Στις 9 Δεκεμβρίου 1996, η οδηγία αυτή
τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από την 96/82/ΕΚ, που
είναι πλέον γνωστή και ως οδηγία Seveso II.
Οι σοβαρές συνέπειες μικρών και
μεγάλων βιομηχανικών ατυχημάτων οδήγησε και τη χώρα μας
στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας της με την ψήφιση νέων
νόμων, όπως αυτού για την απασχόληση τεχνικού ασφάλειας
και γιατρού εργασίας στις μεγαλύτερες τουλάχιστον
εγκαταστάσεις (νόμος 1568/85),
καθώς και της Υπ. Απόφασης 18187/88, που
προβλέπει εκτός των άλλων και σύνταξη μελετών
επικινδυνότητας για τις πιο επικίνδυνες
εγκαταστάσεις.
Φώτης Ρήγας
- Αναπλ